Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ1




Κων. Δημ. Παπαστεργίου
Τ. Δήμαρχος Τρικκαίων

ΤΡΙΚΑΛΙΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2008-2009, Τόμος 23ος

«Η ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ»

Συγγραφέας:
ΚΩΝ/ΝΟΣ Ε. ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Έκδοση: Π.Ο.Δ.Τ.-2009
Σελίδες: 545

      Μία τριλογία:

 Για το «Τρικαλινό Ημερολόγιο»
Για το περιεχόμενο του βιβλίου
 Για τον συγγραφέα του


Εισαγωγή

    Έχω αποπερατώσει την ανάγνωση του αναφερόμενου βιβλίου εδώ και αρκετό καιρό. Εξομολογούμαι, ειλικρινά, ότι βρέθηκα μπροστά σ’ ένα δίλημμα:

Ταιριάζει να γράψω κάποια πράγματα δημόσια γι’ αυτό το επίτευγμα ή όχι;

Το όχι, απορρέει από το γεγονός ότι, στο σχετικό σχολιασμό, εκ των πραγμάτων υπεισέρχεται αναγκαστικά και το προσωπαγές στοιχείο. Όχι ως σχολιαστής μόνο, αλλά και ως πρωταγωνιστής σε αρκετές περιπτώσεις που μνημονεύονται στο βιβλίο αυτό. Όπως είναι ευνόητο, κάτι τέτοιο προσκρούει στην εκ χαρακτήρος αλαλία μου, αναφορικά με το εγώ μου. Όμως η όποια σχετική αναστολή παρακάμπτεται όταν επιβάλλεται να ειπωθούν κάποια λόγια, τα οποία θα είναι βάλσαμο, θυμίαμα για κάποιους αφανείς που ιερούργησαν με ευλάβεια  το θεσμό και τα Δημοτικά μας πράγματα τα περασμένα χρόνια, σε όλη την ιεραρχία. Το σημείωμά μου τούτο, από δεοντολογική τάξη θα είναι μια μορφή Τριλογίας, η οποία θα αφορά:

Ι.    –Στην εμφάνιση του «Τρικαλινού Ημερολογίου» (Τ.Η.)

ΙΙ.  – Στο περιεχόμενο του βιβλίου και

ΙΙΙ. – Στην προσφορά του συγγραφέα


Ι.  Το Τ.Η. και ο ΠΟΔΤ.  

Αναδράμω στο 1977, τότε που βγήκε το πρώτο τεύχος του. Ένα ημερολόγιο τοίχου, στο οποίο εμπεριείχοντο οι βραβευμένες ζωγραφιές των μαθητών των Δημ. Σχολείων της πόλης μας. Από το 1980 και δώθε εκδίδονταν σε μικρό σχήμα (12Χ16), πολυσέλιδο, κάπου 350-400 σελίδες με πλούσιες και πρωτότυπες μονογραφίες, τοπική ιστορία, λαογραφία κ.λπ.

Από το 1985 το Τ.Η. άλλαξε σχήμα (17Χ24) μέχρι και τον τόμο 22 (2006-2007). Μέχρι και την θέσπιση του ΠΟΔΤ, το Τ.Η. ήταν φροντίδα και ευθύνη της Δημοτικής μας βιβλιοθήκης. Εδώ, αισθάνομαι υποχρεωμένος, σαν ένα ευλαβικό μνημόσυνο, να αναφέρω με πολύ σεβασμό στη μνήμη της, την ακάματη πρωτεγάτρια, που ήταν η ψυχή του Τ.Η., την αξέχαστη Στέλλα Κύρνα. Σκυμμένη μερόνυχτα πάνω στα δοκίμια έκανε τις δέουσες διορθώσεις, ώστε να είναι κατά το δυνατό πιο τέλειος ο κάθε νέος τόμος του. Στον πρόλογο των πρώτων τόμων γράφαμε: «Αντικειμενικός στόχος και φιλοδοξία μας είναι το Τ.Η. να γίνει καθρέφτης της κάθε ετήσιας πνευματικής προσφοράς που θα προκύπτει στην πόλη των Τρικάλων από τους πνευματικούς της ανθρώπους. Θέση σ’ αυτό θα έχει και κάθε κείμενο το οποίο θα γράφεται από τον οιονδήποτε και θα αφορά στην πόλη και το Νομό μας. Αυτές οι μαρτυρίες, ύστερα από πολλά χρόνια θα είναι πολύτιμα γραπτά ντοκουμέντα». Αυτή η προδιαγραφή  για το Τ.Η. τηρήθηκε με ζήλο από όλες τις κατοπινές Δημ. Αρχές. Το Τ.Η. δεν λοξοδρόμησε και κάθε χρόνο ακολουθούσε, ποιοτικώς, ανοδική πορεία. Κάποιοι τόμοι του ωστόσο ξεχώρισαν σε περιεχόμενο και από μόνοι τους αποτελούν σπουδαίας σημασίας εκδόσεις. Είναι τόμοι μοναδικοί με εξαιρετική και σπάνια ύλη. Αποτελούν συλλεκτικά βιβλία κατά τη γνώμη μου. Αναφέρω σαν παράδειγμα:

 Τους 15ο Τόμο (1996) και 16ο (1997-1998) οι οποίοι εξολοκλήρου είναι αφιερωμένοι στην τουριστική και πολιτιστική ιστορία (Εκκλησίες) των επαρχιών Τρικάλων και Καλαμπάκας αντίστοιχα, γραμμένοι από τον ιστοριοδίφη Πολ. Μηχ/κό Τριαντάφυλλο Δ. Παπαζήση.

 Τον 19ο τόμο (1999-2000), σελ. 570, με περιεχόμενο για το χθες-σήμερα-αύριο των Τρικάλων.

 Τον 21ο τόμο (2004-2005), σελ. 300 γραμμένο από το γνωστό ερευνητή συμπολίτη μας Ν. Κατσόγιαννο με τίτλο: «Παράθυρο στο χθες» με πρωτόγνωρα και εντυπωσιακά στοιχεία για την ιστορία των Τρικάλων. Φθάνουμε έτσι:

ΙΙ.  στον τόμο 23, με «την πολεοδομική ιστορία των Τρικάλων»

Πρόκειται για μια έκδοση ιδιαίτερα εντυπωσιακή, τόσο σε εμφάνιση, όσο και σε περιεχόμενο. Το νέο μεγάλο σχήμα του (21Χ29) και με 545 φροντισμένες σελίδες, εύκολα κατατάσσεται στην κατηγορία των «λευκωμάτων» (εδώ ο σχεδιαστής-γραφίστας, πρώην Δήμαρχος κ. Δ. Τσιγάρας, δούλεψε με πολύ μεράκι). Ο συγκεκριμένος τόμος επιβεβαιώνει κατά τρόπο αναντίρρητο τη χρησιμότητα των πρωτοβουλιών που πάρθηκαν εδώ και 22 χρόνια για την τακτική ετήσια έκδοση του Τ.Η.

Βοηθούσης και της νέας τεχνολογίας περί την τυπογραφία, το αισθητικό αποτέλεσμα κρίνεται άψογο.

Με την έκδοση του 23ου τόμου ο ΠΟΔΤ, με το έμψυχο και εύψυχο υπαλληλικό του προσωπικό, μπορεί να αισθάνεται βαθιά ικανοποίηση για το θετικό αποτέλεσμα των προσπαθειών όλων.

Ο τόμος αυτός με τον ενδεικτικό τίτλο «Η πολεοδομική ιστορία των Τρικάλων» είναι πολλαπλής σκοπιμότητας και ωφελιμότητας. Γιατί, ο Γεν. Δ/ντής του Δήμου μας κ. Κ. Κατσαρός, δεν είδε την πολεοδομική εξέλιξη των Τρικάλων μονοδιάστατα. Τη φασματοσκοπεί μέσα από το πρίσμα πολλών και ποικίλων παραμέτρων (κοινωνικοπολιτικών, πολιτισμικών, Δημογραφικών κ.λπ.), ξεκινώντας από τη χαραυγή της Τρικαλινής Ιστορίας. Η παράθεση έγκυρων απόψεων από ειδήμονες, αναφορικά με την εξελεγκτική πορεία αυτού του τόπου, έως ότου φτάσουμε στον 19ο αιώνα-σε μια συγκροτημένη κάπως τοπική κοινωνία-είναι στοιχείο επιτυχούς τεκμηρίωσης των όσων ακολούθησαν. Εστιάζοντας τις προσπάθειές του στο συγκεκριμένο θέμα που διαπραγματεύεται, με σιγουριά μπορεί να λεχθεί ότι πέτυχε ένα άριστο αποτέλεσμα. Αυτή η άποψη διατυπώνεται, έχοντας υπόψη μας επί πλέον, ότι στερούνταν παντελώς από τα σχετικά γραπτά ντοκουμέντα του Δήμου μας, ύστερα από την καταστροφική πυρκαγιά του το Νοέμβριο του 1959. Όμως με αξιοθαύμαστη επιμονή και υπομονή, με μεθοδικότητα και πάθος μαζί, ανέσυρε από άλλες πηγές σπουδαία έγγραφα και μαρτυρίες.

Εντυπωσιακή-και προφητική-η χειρόγραφη επιστολή του πρώτου Δημομηχανικού Μενάνδρου Ποτέσσαρο (31-12-1884) προς την τότε «Σεβαστή Δημ. Αρχή». Αυτή κάθε αυτή η επιστολή είναι μεγάλης αξίας χειρόγραφο, πέραν των πρωτοποριακών-για τότε-απόψεων που εμπεριέχονται σε αυτό το έγγραφο. Ο συγγραφέας παραθέτει προεισαγωγικά το 1ο κεφάλαιο, στο οποίο με επιτυχία αναλύει το θεμελιώδη πολεοδομικό μετασχηματισμό από την αρχαιόπολη στην Ευρώπολη. Εδώ παρουσιάζουν, συναφώς, ενδιαφέρον και οι πολλές (και αντικρουόμενες) διηγήσεις των διαφόρων περιηγητών, επί Τουρκοκρατίας ιδίως, όσον αφορά στα Τρίκαλα και την ανθρωπογραφία τους. Στην ουσιαστική φάση της πολεοδομικής εξέλιξης της πόλης μας εισέρχεται στο 2ο κεφάλαιο. Παραθέτει «σημαντικές πολεοδομικές αποφάσεις» των Δημ. Συμβουλίων, οι οποίες ήταν καταλυτικές για τη θωράκιση του πολεοδομικού ιστού της πόλης και των συνοικισμών της από ανεπανόρθωτες βλάβες. Θα άξιζε να αναφερθεί η κάθε μία από αυτές, για να κατανοηθεί ευκρινέστατα η ευεργετική επίδραση της, επάνω στο πολεοδομικό γίγνεσθαι της πόλης. Η κατάχρηση της υπομονής των αναγνωστών μας και της φιλοξενίας τούτης της στήλης δεν μας επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Άλλωστε επαρκώς σχολιάζονται αντίστοιχα στο οικείο βιβλίο από τον  συγγραφέα.

Οι μνημονευόμενες ΑΔΣ, δεν ήταν οι μοναδικές που σημάδεψαν θετικά την πορεία τούτης της πόλης και των γύρω συνοικισμών της. Υπήρξε και σωρεία άλλων, μικρότερης εμβέλειας, αλλά όχι και μικρότερης ωφελιμότητας για το κοινωνικό σύνολο. Δεν ήταν-για παράδειγμα-τεράστιας σημασίας η απόφαση την οποία έλαβε το Δ.Σ. κατά το 1982 για την ίδρυση της ΔΕΥΑΤ; Μιας επιχείρησης η οποία επιτυχέστατα μέσα σε 10-15 χρόνια έλυσε καίρια (και βασανιστικά) προβλήματα της πόλης (όπως ύδρευση, αποχέτευση, υπόνομοι, βιολ. καθαρισμός); Προβλήματα που ταλάνιζαν τους συμπολίτες μας εκατοντάδες χρόνια;

Εκείνο το οποίο επίσης εντυπωσιάζει στο βιβλίο αυτό, είναι οι διάφοροι χρήσιμοι πίνακες που παραθέτει ο κ. Κατσαρός και που αναφέρονται χρονολογικά και με λεπτομέρειες, όλες οι κατά καιρούς πολεοδομικές παρεμβάσεις (Τροποποιήσεις, αναθεωρήσεις, πράξεις τακτοποίησης και αναλογισμού). Είναι ένα αρχειακό εργαλείο πολύτιμο για τις Δημοτικές Υπηρεσίες.

Όλα τα παραπάνω ο συγγραφέας δεν τα παραθέτει παγερά όπως θα έπραττε ίσως ένας τυπικός... γραφειοκράτης. Με τη διακρίνουσα αυτόν, φιλοσοφική του έφεση, τα επενδύει και τα συνδυάζει με την αναντίλεκτη οντότητα (τον άνθρωπο) για τον οποίο πάρθηκαν και οι σχετικές κατά καιρούς αποφάσεις των Δημ. Αρχών. Με ευστοχία εξάλλου, επισημαίνει την κεντροβαρική θέση τούτης της πόλης και την προοδευτικότητα των κατοίκων της, ώστε αυτό το ανθρωπογεωπολιτικό σύνολο να είναι παρόν σε όλη την έως τώρα ιστορική του διαδρομή. Παρούσα η πόλη μας από αρχαιοτάτων χρόνων με προσφορά στην ανθρωπότητα (Ασκληπιός, Ασκληπιεία, Τρίκκη κ.λπ.). Παρόντες οι Τρικαλινοί ακόμη και στις πρώιμες απελευθερωτικές επαναστάσεις (Διονύσιος Φιλόσοφος, Παπαθύμιος Βλαχάβας, ενάντια στο Φασισμό, ύψωμα 731)!

Ένας τόπος που όχι λίγες φορές μεταβλήθηκε σε στάχτη, αλλά έχει την ικανότητα να αναγεννιέται από αυτή, σαν άλλος Φοίνικας.


ΙΙΙ.  Ο συγγραφέας κ. Κώστας Κατσαρός.

Με τον κ. Κατσαρό, ξεκινήσαμε σχεδόν σε μια κοινή πορεία του 1975. Δημομηχανικός αυτός, αιρετός Δήμαρχος εγώ. Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση (λίγο πριν προσληφθεί στο Δήμο). Έγινε στο εστιατόριο του Γρ. Γραββάνη, επί της Ασκληπιού (κτίριο Αρ. Αντωνίου), παρόντος και του τότε υπηρεσιακού Δημάρχου, Δικαστικού κ. Μιχάλη Κυριαζή. Είχαμε οι τρεις μας μια εκτεταμένη συζήτηση πάνω σε θέματα διοικητικά και Τοπ. Αυτ/σης. Στο τέλος, φεύγοντας, με πήρε ιδιαίτερα ο κ. Κυριαζής λέγοντας: Κώστα, ο «μικρός»-δηλ. ο Κ. Κατσαρός-θα σου είναι πολύτιμος συνεργάτης, προφητικός, είχε απόλυτα δίκαιο! Γιατί ο κ.Κ από τα 35 χρόνια της επιτυχέστατης θητείας στο Δήμο μας, σχεδόν τα μισά τα πέρασε ως στενός συνεργάτης μου. Με λόγου γνώση, οφείλω να καταθέσω ότι ουδέποτε, ούτε μια φορά, δεν εμφανίστηκε σύννεφο στις σχέσεις μας.

Πάντοτε προσηνής και ήρεμος, πέραν από το πρόσωπο, ήξερε να σέβεται το θεσμό του Δημάρχου. Από την πλευρά μου, διαρκώς προσδοκούσα από τον Δ/ντή Τεχν. Υπηρεσιών κάτι το νέο, το εφευρετικό. Γιατί ο κ.Κ. δεν ήταν ποτέ ένας απλός διεκπεραιωτής τρεχουσών υποθέσεων. Ήταν κυρίως φορέας καινοτομικών ιδεών. Οι εισηγήσεις του προς τα Δ.Σ. (γραπτές ή προφορικές πάντοτε ήταν σαφείς, χωρίς ήξεις-αφίξεις). Ήταν τεκμηριωμένες, υπεύθυνες και ανυστερόβουλες. Μπορούσες να βασιστείς σ’ αυτές. Όλες, πέραν των αναγκαίων τεχνικών στοιχείων, ήταν διανθισμένες ταυτόχρονα με γλαφυρά σχήματα λόγου.

Ο Κ. Κατσαρός γνωρίζει πολύ καλά την Ελληνική Γραμματολογία.

Όποιος διαβάσει το Τ.Η., θα το πιστοποιήσει. Στην εξιστόρηση των πεπραγμένων που εμπεριέχονται στο κρινόμενο βιβλίο, από υπερβολική μετριοφροσύνη απέφυγε (είναι φυσικό) να απαριθμήσει και κάποιες πρωτοβουλίες, σημαντικές

 για το Δήμο μας, την πατρότητα των οποίων είχε ο ίδιος. Συνταξιούχος όντας πλέον δεν έχει ανάγκη διθυράμβων και επαίνων (για περαιτέρω προαγωγή). Τον ικανοποιεί πιστεύω, το γεγονός ότι και τα δικά του οράματα, ως Δημομηχανικού, έχουν σ’ ένα βαθμό υλοποιηθεί. Έχουν μετασχηματισθεί σε έργα κοινωνικώς ωφέλιμα. Οι υποδείξεις του για τον εσωτερικό και εξωτερικό δακτύλιο της πόλης μας, για την εξαγορά της ΑΓΡΕΞ, για το πάρκο του Αη-Γιώργη, και για σωρεία αναλόγων πρωτοβουλιών, ενώ του ανήκουν, τις κράτησε στο θυμικό του θησαυροφυλάκιο. Ο Κώστας Κατσαρός-θέλω να πιστεύω-ότι έχει την αγάπη και εκτίμηση όλων των Δημάρχων με τους οποίους συνεργάστηκε έως τώρα. Γιατί, πέραν των άλλων, ο Κ. Κατσαρός έγραψε ένα βιβλίο πεπραγμένων για όλους τους Δημάρχους, και για τον καθένα χωριστά.
        Από την πλευρά μου, του εύχομαι ολόψυχα (έξω από τα θερμά και ειλικρινή μου συγχαρητήρια για το πόνημά του), να είναι υγιής στη νέα του εποχή.
        Με την ικανοποίηση ότι έπραξε το καθήκον του στο ακέραιο ως Δημόσιος λειτουργός, να μην εφησυχάσει.
        Ποτέ μην του περάσει από το νου ότι κατέστη συνταξιούχος.

        Πάντα δραστήριος και γελαστός.

Κων. Δημ. Παπαστεργίου
Τ. Δήμαρχος Τρικκαίων  
 
 Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα ΠΡΩΪΝΟΣ ΛΟΓΟΣ στις 8-11-2009 

 


          Κατά την παρουσίαση του βιβλίου ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ  Ο κ. Κατσαρός μεταξύ άλλων ανέφερε ότι 

  Το βιβλίο αυτό   γράφτηκε
   
    Α)  Για   να αποκαλυφθούν, να αποτυπωθούν  και να φωτισθούν γνωστά και άγνωστα (ανέκδοτα) πολεοδομικά  στοιχεία και  ντοκουμέντα και να συμπεριληφθούν σε ενιαίο κείμενο

    Β)  για την τιμή και τη δικαίωση όλων  όσοι  εργάστηκαν ως προμηθείς και πολύ σκληρά  στη λήψη σημαντικών και τολμηρών   πολιτικών  πολεοδομικών αποφάσεων  και όσων  εργάσθηκαν  ως δημόσιοι φορείς στη σύνταξη σχεδιαγραμμάτων, μελετών και  πράξεων εφαρμογής ρυμοτομικών και πολεοδομικών σχεδίων,   για τη βελτίωση των τοπικών συνθηκών και της ποιότητας ζωής των πολιτών.

   Γ)   για την αντιμετώπιση με τον δέοντα σεβασμό και την προσήκουσα  μελέτη των πολεοδομικών ζητημάτων που θα προκύψουν  στο μέλλον (γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται και δικαιώνει ή τιμωρεί).

 Δ)  για να αποτελέσει οδηγό οραματισμού και σκέψης,  χρήσιμο εργαλείο  και πολύτιμο εγχειρίδιο για το Δήμο και την Πολεοδομική του Υπηρεσία.

Ε) να αποτελέσει γνωστικό στοιχείο για κάθε ενεργό  πολίτη που θέλει να μετέχει στη δόμηση του μεγάλου οίκου της πόλεως και  τεχνικό  βοήθημα για τον καθένα και ειδικότερα για μηχανικούς, αρχιτέκτονες, δικηγόρους κλπ. 

     Με βασικά κίνητρα

Α)Το διαθέσιμο πλούσιο πολεοδομικό  υλικό στο Δήμο  και η φιλοδοξία να μην απωλεσθούν πολύτιμα στοιχεία

Β) Η ανέκδοτη επιστολή του δημομηχανικού Μένανδρου Ποτέσσαρου το έτος 1884

     Γ) Η διαχρονική συλλογή και παράθεση όλων των Πράξεων Τακτοποίησης και Αναλογισμού και των εν γένει τροποποιήσεων του σχεδίου πόλης

      Δ) Το στιγμιαίο πολεοδομικό αποτύπωμα (σε χρόνο dt ) το έτος 2008 για όλη την πόλη με την προσθήκη φωτογραφικού υλικού και δορυφορικής αεροφωτογραφίας


Ταυτότητα του Βιβλίου
         Τίτλος βιβλίου: Πολεοδομική Ιστορία των Τρικάλων
        Φορέας Έκδοσης: Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Τρικκαίων

   Τομέας πολιτισμού: Τρικαλινό Ημερολόγιο  2008-2009    

                                          23ος τόμος                                    

Συγγραφή-Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ε. Κατσαρός



Περιεχόμενα 

 Κεφάλαιο 1ο    Θεμελιώδης πολεοδομικός μετασχηματισμός       (από την Αρχαιόπολη στην Ευρώπολη)

 Κεφάλαιο 2ο   Σημαντικές πολεοδομικές αποφάσεις – Ειδικές αρχιτεκτονικές μελέτες και ειδικά πολεοδομικά θέματα
                
 Κεφάλαιο 3ο   Πολεοδομικός μετασχηματισμός και μεταβολισμός- Από τη Χάρτα στο Χώρο με το Χρόνο- Χρήσιμα και ενδιαφέροντα                       
  Κεφάλαιο 4ο   Στιγμιαίο   πολεοδομικό αποτύπωμα (σε χρόνο dt) το έτος 2008                                     
                                    
  Κεφάλαιο 5ο      Αναπτυξιακά δεδομένα του σήμερα
     
   Επίλογος

           Μέγεθος βιβλίου:             21 χ 29 εκ 
Σελίδες :                           544
        Βάρος :                            1540  γρ 
Σχεδιασμός Έκδοσης:  
Γραφικές  Τέχνες Τσιγάρας Δημήτριος

              Εκτύπωση:    Βογιατζόγλου Θρ.



          Ο κ. Μυλωνάς Θεόδωρος Τοπογράφος Μηχανικός και Συλλέκτης  κατά την παρουσίαση του βιβλίου, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
          " Κύριε Δήμαρχε,  κυρίες και κύριοι, παιδικοί φίλοι, αγαπητοί συμπατριώτες, ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση με διακατέχει σήμερα εδώ στη γενέτειρά μου, στην όμορφη πόλη των Τρικάλων, όπως έχει πλασθεί στις αναμνήσεις μου και αυτό οφείλεται στον φίλο, συμμαθητή και συνάδελφο Κώστα Κατσαρό, που έχω τη τιμή να παρουσιάσω το θαυμάσιο βιβλίο του, με τίτλο «Η ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ». 

      Η καταγωγή μου είναι από τις πηγές του ασπροπόταμου Αχελώου, όπου λειτουργούσε και ο νερόμυλος του προπάππου μου και έτσι πάρθηκε το επώνυμο Μυλωνάς, την πανέμορφη Κρανιά, σήμερα  ζω, με την οικογένειά μου, όχι μακριά από το δέλτα του ποταμού αυτού στο Ηρωικό και Ιστορικό Μεσολόγγι. Μεσολόγγι, στη καρδιά των αρχαίων Αιτωλών, οι οποίοι μετά τη νίκη κατά των Γαλατών, δημιούργησαν, όπως αρχαιολογικά αποκαλύφθηκε,  ισχυρούς δεσμούς με την αρχαία Τρίκκη.  Το Μεσολόγγι, η Ιερή Πόλη της Ελευθερίας, γενέτειρα των πιο αγαπημένων μου προσώπων της γυναίκας μου και των δυο μου παιδιών, υπήρξε το έναυσμα στο να ασχοληθώ με συλλογές, που ξεχωριστή θέση κατέχουν ιστορικά αντικείμενα της αγαπημένης μου πατρίδας, τα Τρίκαλα. Με τον Κώστα Κατσαρό, η φιλία μας κρατάει από τότε που ήμασταν αμούστακα παιδιά, συμμαθητές στο 2ο Γυμνάσιο με καθηγητές Ρούση, Πάλλα Πελίγκο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το καλοκαίρι των εισαγωγικών, στα διαλείμματα από το διάβασμα, περπατούσαμε από το τζαμί και τον Άγιο Κωνσταντίνο προς την ξύλινη γέφυρα και λύναμε στο δρόμο γεωμετρικούς τόπους.  Την ξύλινη γέφυρα, που μετά από κατάρρευση, λόγω πλημμύρας του Ληθαίου, την ξανάφτιαχνε  δωρεάν, ο πατέρας μου Χρήστος Μυλωνάς, για να περνάει με το ποδήλατο και να πηγαίνει στο καρροποιείο του στη  Μπουχούνιστα. Το τζαμί όπου στο προαύλιό του γίνονταν όλα τα παιχνίδια, η βουρβούρα, τα βόλια, τα κότσια, ή μπάλα, ή το διάβασμα προσήλια στο μικρό τζαμί.                     Όταν τελευταία έγινε συζήτηση με το Κώστα για το βιβλίο της πολεοδομικής ιστορίας των Τρικάλων που επρόκειτο να εκδώσει, αμέσως και με χωρίς κανένα δισταγμό, του έστειλα από τη συλλογή μου αντίγραφα από τα ανέκδοτα χειρόγραφα, του Βασιλικού Διατάγματος  έγκρισης του πρώτου ρυμοτομικού σχεδίου Τρικάλων και της επιστολής τεχνικής έκθεσης του πρώτου Δημομηχανικού, που μόλις τη διάβασε, εντυπωσιάστηκε από τη φαντασία, τον οραματισμό και το ταλέντο του και  τα θεώρησε απαραίτητα για την έκδοση του.    
 Tο βιβλίο, που σας παρουσιάζεται σήμερα εδώ, είναι  διαστάσεων 210 επί 297 χιλιοστών,  χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια με συνολικό αριθμό σελίδων 544, πολυτελέστατο, πολύ πλούσιο από πλευράς ποιότητας φύλλων, άριστα γραμμένο και ευχάριστα αναγνώσιμο, με εναλλαγές κειμένων και εικόνων, έγχρωμων φωτογραφιών ή ασπρόμαυρων καλλιτεχνικών σκίτσων του Δ. Τσιγάρα. Η έκδοση ΤΡΙΚΑΛΙΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2008-2009 και ΤΟΜΟΣ 23, φιλοξενεί  το παρόν συγγραφικό έργο του Κωνσταντίνου Κατσαρού.   Στα  εισαγωγικά γράφει ότι η σημερινή πόλη βρίσκεται σε κρίση και η παιδεία της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας φαίνεται να έχει υιοθετήσει τον εγωκεντρικό τρόπο ζωής, που βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με την αρμονία και την κοινωνική εκείνη δομή και λειτουργία της αρχαίας Ελληνικής πόλης σύμφωνα με την οποία πόλη και πολίτης συνδέονται οργανικά μεταξύ τους και κατά την οποία έχουμε ανάγκη των άλλων, για να έχει νόημα η ζωή μας. Η απόκλιση από τις τόσο βασικές αρχές και ιδέες δημιούργησε έντονο προβληματισμό και κατέστησε επιτακτικό και αναγκαίο το αίτημα για προτάσεις και λύσεις των καθημερινά αναδυομένων πολεοδομικών προβλημάτων. Έτσι εμφανίζονται δύο δρόμοι, ο ένας είναι ο συντηρητικός δρόμος που επιλύει το πρόβλημα αλλά ροκανίζει το χρόνο και ο άλλος είναι ο τολμηρός ο επαναστατικός. Από το DT πολεοδομικό αποτύπωμα του 2008 φαίνεται πράγματι, ότι ο Δήμος Τρικκαίων διάλεξε τον δεύτερο δρόμο.  Γι αυτό, ο συγγραφέας, στο κεφάλαιο 2 αφιερώνει τις δέκα πιο σημαντικές αποφάσεις του Δήμου που άλλαξαν τον ρου της πολεοδομικής ιστορίας του τόπου και μπήκαν οι βάσεις για την ορθότερη ανάπτυξη της πόλης και των συνοικισμών της. Έτσι δημιουργήθηκε  η πόλη που φημίζεται για την πλούσια πνευματική κίνηση, την βαθιά και πλατειά πολιτιστική και επιστημονική δραστηριότητα, μέσω συνεδρίων, ημερίδων εκδόσεων, για τις υψηλές επιδόσεις στον αθλητισμό και στην μουσική παραγωγή και κουλτούρα καθώς και για την έντονη ευαισθητοποίηση σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα.  
                                                                                                             Στο 1ο κεφάλαιο αναφέρεται στον θεμελιώδη πολεοδομικό μετασχηματισμό τη πόλης από την αρχαιόπολη στην σύγχρονη πόλη. Έχουμε εδώ μια ιστορική αναδρομή πορείας και εξέλιξης της πόλης και της ευρύτερης περιοχής, τις αναφορές περιηγητών συγγραφέων λογίων από  τον 11ο αιώνα. Μετά το 1883 έρχονται Γάλλοι μηχανικοί για τη χάραξη των παρόχθιων γραμμών του Ληθαίου, ο Δημομηχανικός Μένανδρος Ποτέσσαρος που αναλαμβάνει να τοπογραφήσει τη πόλη και να σχεδιαγραφήσει το διάγραμμα ρυμοτομίας, ολοκληρώνεται η σιδηροδρομική γραμμή Βόλου Τρικάλων, αρχίζει η ανέγερση του Ιερού Ναού του Αγίου Κωνσταντίνου, κατεδαφίζεται το παζάρ τζαμί στη κεντρική πλατεία, ολοκληρώνεται η τοποθέτηση της σιδερένιας κεντρικής γέφυρας κ.α.                                                                                       
 Στην επιστημονική προσέγγιση της δομής και της εξέλιξης της πόλης μας όπως  παρουσιάζεται από την Βίλμα Χαστάογλου, τονίζεται, ότι από τις άλλες Θεσσαλικές πόλεις, πιο περίτεχνο είναι το σχέδιο των Τρικάλων με τις γεωμετρικές χαράξεις των δρόμων, που ανατρέπει τη διάταξη του παραδοσιακού ιστού με αποφασιστικές διανοίξεις και απηχεί πιστότερα το νεοκλασικό μοντέλο που εφαρμόστηκε στο σχεδιασμό της Αθήνας το 1834, με  τις δύο κάθετα τεμνόμενες λεωφόρους (Ασκληπιού και Λαρίσης),  με τα μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα ενώ διακρίνεται η νέα περιοχή της αγοράς  με τα μικρά τυποποιημένα οικοδομικά τετράγωνα (στη θέση της παλιάς τούρκικης αγοράς). Ακολουθούν, αναφορές στη διετία 1884- 1885, με χειρόγραφα έγγραφα που για πρώτη φορά δημοσιεύονται εδώ, η επιστολή- τεχνική έκθεση της 31-12-1884 του μηχανικού Ποτέσσαρου προς την Σεβαστήν Δημαρχίαν, για το συνταχθέν υπό του ιδίου, ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης, το πρακτικό και το ψήφισμα της 5-1-1885, έγκρισης σχεδίου υπό του Δημοτικού Συμβουλίου Τρικκαίων,  διάφορες ενστάσεις και το Βασιλικό Διάταγμα του Γεωργίου του Α΄της 9-11-1885 περί έγκρισης του πρώτου διαγράμματος ευθυορίας. 
           Στο κεφάλαιο 2ο  από τον συγγραφέα αναφέρονται οι πιο σημαντικές πολεοδομικές αποφάσεις, του Δημοτικού Συμβουλίου Τρικάλων, ειδικές αρχιτεκτονικές μελέτες και ειδικά πολεοδομικά θέματα που αφορούν την πόλη των Τρικάλων μετά από το 1950, Οι  αποφάσεις αυτές  αφορούν επεκτάσεις, τροποποιήσεις του ρυμοτομικού σχεδίου, την έγκριση του γενικού πολεοδομικού σχεδίου και Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου, την ίδρυση από τον δήμο πολεοδομικού γραφείου,  τον χαρακτηρισμό ως παραδοσιακού τμήματος της πόλης το Βαρούσι.    Άλλη απόφαση ήταν  για τον καθορισμό όρων δόμησης του παλαιού εμπορικού κέντρου. Η απόφαση που ξαφνιάζει ακόμα και το σχετικό Υπουργείο και προκαλεί το δέος στους άλλους Δημάρχους και είναι πράγματι ένας άλλος σοβαρός λόγος, που  κατατάσσεται η πόλη στις 21 πιο έξυπνες πόλεις στο κόσμο, αφορά τη μείωση, του αρκετά χαμηλού συντελεστή δόμησης απο2,4 σε 1,8,  που εκφράζεται αυτό και σε λιγότερο τσιμέντο στη πόλη. Πράγματι νοιώθω περήφανος για την γενέτειρα μου όταν γράφονται και στον τοπικό τύπο αυτά τα πράγματα. 
  Επίσης σε άλλο πίνακα βλέπουμε τις πράξεις τακτοποίησης και αναλογισμού από το 1940 μέχρι και το 2006,όπου φαίνονται εκτός από τους αριθμούς των πράξεων, οι οδοί, οι φερόμενοι ιδιοκτήτες για τους οποίους έγιναν, και οι σχετικές αποφάσεις. Συνάμα σε 9 έγχρωμους χάρτες, με τα οικοδομικά τετράγωνα, σημειώνονται, εύκολα αναγνώσιμα, οι θέσεις όλων των παραπάνω πράξεων. Παρέχονται  στοιχεία επίσημα πλέον, απαραίτητα για τους ιδιοκτήτες, συμβολαιογράφους, μηχανικούς, πολεοδομία, και είναι πράγματι ένα εργαλείο που μπορεί να έχει πρόσβαση ο οποιοσδήποτε χωρίς αμφισβητήσεις.  Στη συνέχεια από τη σελίδα 378 και μέχρι τη σελίδα 397, διασκεδάζει κανείς βλέποντας , φωτογραφίες  της πόλης. Είναι τυπωμένες ανά τρεις σε κάθε σελίδα και δείχνουν αισθητικά το ύφος τη δομή και λειτουργία της πόλης.                                                                     
Επόμενα  με το ….μάτι του Θεού…, όπως επιγράφει ο Κωνσταντίνος  Κατσαρός  τη δορυφορική λήψη που έγινε τον Αύγουστο του 2007, απεικονίζει σε 47 έγχρωμες φωτογραφίες, πινακίδες αριθμημένες, όλη τη δομημένη επιφάνεια της πόλης, με αναγραφή, για διευκρίνηση της θέσης,  των σπουδαιότερων κτισμάτων, περιοχών οδών, πλατειών κ.λ.π.         

 Στο 4ο κεφάλαιο κάνει ένα στιγμιαίο πολεοδομικό αποτύπωμα  το έτος 2008. αναφέρει δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά με τους πληθυσμούς των Θεσσαλικών πόλεων, τη δημογραφική εξέλιξη, την ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού του Δήμου, διαγράμματα και πίνακες από τις παραγωγικές δραστηριότητες στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα, τις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης που συνυπάρχουν και λειτουργούν, την υγεία και πρόνοια, τις Δημοτικές επιχειρήσεις, την αρχιτεκτονική και πολιτιστική κληρονομιά με τα αρχαία , βυζαντινά και νεώτερα νεοκλασικά, διατηρητέα μνημεία και πολλά άλλα. 
 Και το τελευταίο 5ο κεφάλαιο, αφιερώνει στα αναπτυξιακά δεδομένα του σήμερα, που κατατάσσει τα χαρακτηριστικά προβλήματα χωρικής ανάπτυξης του Δήμου, τον ρόλο του σε σχέση με άλλα αστικά κέντρα του νομού και της περιφέρειας και  πλήθος άλλων στοιχείων. 
Αξίζουν από καρδιάς  ειλικρινή συγχαρητήρια στον αγαπητό φίλο  Κώστα Κατσαρό για την πρωτοβουλία αυτή. Το βιβλίο αυτό, όπως είναι γραμμένο, πρέπει να καταγραφεί ως ένα ευαγγέλιο για κάθε Τρικαλινό.                                                                        
  Όλα τα παραπάνω χειρόγραφα έγγραφα που αναφέρθηκαν, από ένα σύνολο 29  εγγράφων με επιστολές, ( υπάρχει και προγενέστερη επιστολή-τεχνική έκθεση, κατά το στάδιο της μελέτης, του Ποτέσσαρου ), αιτήσεις, ενημερώσεις, διαταγές , ενστάσεις  ιδιωτών με ονόματα σημερινών οικογενειών και τούρκων, τηλεγραφήματα από την Νομαρχία,  ιδιώτες και του νέου επαρχιακού μηχανικού που αμφισβητεί κατ΄ αρχήν το αρχικό σχέδιο, η καθυστέρηση επίδοσης του ψηφίσματος έγκρισης από τον Δήμαρχο Ραδινό προς το Υπουργείο Εσωτερικών Δ/ση Δημοσίων έργων, το παραπάνω Βασιλικό Διάταγμα με την υπογραφή του Γεωργίου του Α΄ που στο μελάνι, για να παραμένει ανεξίτηλη η υπογραφή του, διακρίνονται  ψήγματα χρυσού, καθώς και η εφημερίδα της κυβερνήσεως της 11-11-1885, αποτελούν ένα σημαντικό και αγαπημένο κομμάτι των συλλογών μου, που όμως  θεωρώ ότι θα πρέπει να παραχωρηθούν, στο φυσικό τους χώρο, στο Δήμο Τρικκαίων. 
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με ακούσατε."                                 

          Χαιρετισμό κατά την παρουσίαση έκανε  ο Δήμαρχος Τρικκαίων Μιχάλης Ταμήλος και παρεμβάσεις έκαναν,  ο τ. Δήμαρχος Κωνσταντίνος Παπαστεργίου, ο Αθανάσιος Βαβύλης, ο Νικόλαος Παλάτος, ο Δημήτριος Τσέλιος και ο Μπάμπης Δεληλίγκας. Αφηγήτρια  κειμένων του βιβλίου η Αθηνά Ψωμά.


Εφημερίδα ΠΡΩΪΝΟΣ ΛΟΓΟΣ 17-12-2009













ΜΕΛΕΤΗ-ΕΡΕΥΝΑ 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΤΟΠΙΚΟ ΤΥΠΟ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΑΠΟ 10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2014
ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΡΟΥΤΑΣ
Φιλόλογος, δρ Αισθητικής, Ιστορικός Τέχνης

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ ΠΟΤΕΣΣΑΡΟΣ;
Μέχρι τώρα τη ζωή και το έργο του Μένανδρου Ποτέσσαρου κάλυπτε ένας πυκνός πέπλος μυστηρίου. Ο αρχιτέκτονας με το παράξενο επώνυμο ήταν σημείο αναφοράς μόνο των ερευνητών της τοπικής ιστορίας[1] και της πολεοδομίας των Τρικάλων, δεδομένου ότι αυτός συνέταξε το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο της νέας πόλης, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881, ενώ λίγοι γνώριζαν ότι και η περίφημη δημοτική περίκλειστη αγορά σχεδιάστηκε από τον ίδιο.[2] Έπρεπε να φτάσουμε στο 2011 για να έχουμε μια πολύ καλή εικόνα της δράσης του Ποτέσσαρου ως πολεοδόμου της πόλης των Τρικάλων μέσω πολύτιμων εγγράφων και της σχετικής αλληλογραφίας του που κατέχει και δημοσίευσε τρικαλινός μηχανικός εγκατεστημένος στο Μεσολόγγι.[3]

Εντούτοις, παρ’ όλο που το έργο του είναι, κατά γενική αναγνώριση, μακράς πνοής και κατέστησε τα Τρίκαλα από τις ωραιότερες πόλεις της Ελλάδας, δεν τιμήθηκε από το Δήμο Τρικκαίων ούτε με την αναγραφή του ονόματός του σε καμιά, έστω και τη μικρότερη, οδό της πόλης. Διαμαρτυρόμενος για την ιστορική αυτή αδικία και εκφράζοντας τα ανάλογα συναισθήματα πολλών συμπολιτών, ο συγγραφέας του παρόντος κειμένου αφιέρωσε στον Μένανδρο Ποτέσσαρο το πρόσφατο βιβλίο του «Η αισθητική των Τρικάλων».[4] Παράλληλα, ως ερευνητή η περίπτωσή του μου προκάλεσε το ενδιαφέρον να προβώ, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μου, σε λεπτομερέστερη αρχειακή και βιβλιογραφική έρευνα για την ενδεχόμενη ανακάλυψη στοιχείων για τη ζωή, τις σπουδές και τις δραστηριότητές του, ώστε να καταστεί δυνατή μια σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του. Απόδειξη του μεγέθους της άγνοιας γι’ αυτόν ήταν και το ότι δεν γνωρίζαμε ούτε τον τόπο καταγωγής του!

Δυστυχώς, η αρχειακή έρευνα[5] είχε πενιχρά αποτελέσματα. Όμως, στη βιβλιογραφική στάθηκα περισσότερο τυχερός, γιατί ανακάλυψα ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες πρωτίστως για το έργο του και δευτερευόντως για τη ζωή του. Παρά ταύτα παραμένουν ακόμα πολλά κενά και ερωτήματα ανοικτά σε περαιτέρω έρευνα, ώστε να σχηματιστεί μια καλύτερη εικόνα για τον Μένανδρο Ποτέσσαρο.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τις υπάρχουσες παλαιότερες πληροφορίες και τα νεότερα στοιχεία της έρευνάς μου, τα αφορώντα τη ζωή και τη δράση του έχουν ως εξής: Σε χειρόγραφο ημερολόγιό του, που συνέγραψε το 1851 στην Κωνσταντινούπολη,[6] ο Ποτέσσαρος γράφει ότι γεννήθηκε το 1831 και καταγόταν «εκ Ταταούλων Κωνσταντινουπόλεως». Τα Τατάουλα ή Ταταύλα είναι το περίφημο και με αμιγή ελληνικό πληθυσμό το 19ο αιώνα προάστιο της Πόλης.

Ο εικοσαετής Μένανδρος Ποτέσσαρος μάς πληροφορεί ότι τον Αύγουστο του 1851 νοίκιασε για δεκαπέντε μέρες ένα φτηνό«δωμάτιον μοναχικόν, μικρόν, τετράγωνον και νεόκτιστον, μη έχον τους τοίχους εισέτι χρισμένους δια κονιάματος». Σ’ αυτό το νεανικό κείμενο ο Ποτέσσαρος αποκαλύπτει, παρά τα κάποια γραμματικά λάθη του, ένα καλό χειριστή της φαναριώτικης σχολαστικής και επιτηδευμένης καθαρεύουσας με λογοτεχνικές, εντούτοις, αρετές όπως είναι η περιγραφική άνεση, η οξεία παρατηρητικότητα στις λεπτομέρειες και η παραστατικότητα στον χαρακτηρισμό των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και του δομημένου χώρου, ενώ δεν στερείται χιούμορ.

Το κείμενο μάλλον ανήκει στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, αλλά η χρησιμοποιούμενη ορολογία προδίδει κάποιο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική παράμετρο της πανέμορφης Πριγκίπου. Ιδού μερικά δείγματα γραφής: «Η Πρίγκιπος κατήντησε μικρά πόλις, επί της οποίας τα πάντα υπάρχουν κατ’ αναλογίαν. Τρία εκκλησίδρια ευτελέστατα, δύο φαρμακοποιεία, πέντε φούρνοι, αγορά τροφίμων οποσούν καλή, οι αριστοκρατικοί των Βυζαντινών οίκοι κομψώτατοι το σχήμα, προσέτι μικρόν μεν πλην νεόκτιστον θερμόν λουτρόν κ.τ.λ. Σιμά εις τας τόσας της κώμης οικίας αίτινες υποδέχονται τους μετοικούντας, δεν έλειψαν και τα τρία μοναστήρια της νήσου σεμνυνόμενα εφ’ (sic) ονόμασιν Χριστού, αγ. Νικολάου και αγ. Γεωργίου, δεν έλειψαν λέγω να μεταμορφοθώσι τα μεν δύο, το πρώτον και το δεύτερον, εις ασκητήρια ευθύμων μετοίκων, το δε τρίτον το και μάλλον απέχον της κώμης και του Κουδουνά επονομαζόμενον, εις σωφρονιστήριον των παραφρονούντων και αφρονούντων τέκνων σωματικώς μεν της Επταλόφου, πνευματικώς δε της Ανατολικής ορθοδόξου εκκλησίας». «… Θέλεις ειδεί (sic) πλήθος ανδρών και γυναικών του τελευταίου συρμού, όχι μόνον την ενδυμασίαν αλλά και τους τρόπους, δηλαδή τους μεν άνδρας avecsimplicité (σ.σ. «με απλότητα») ενδεδυμένους και δούλους μέχρι λατρείας των κυριών και δεσποσυνών, τας δε κυρίας ηγεμονικώς μεν βαδιζούσας, αφανείς δε εντός ανθέων τεχνητών και φυσικών ποικίλων…».[7] «Περί των αυτοχθόνων χωρικών να είπω ότι είναι άνθρωποι ηλιοκαμένοι, άδολοι, απλοί, που όμως δύναται να σε πωλήσουν και να σε αγοράσουν χωρίς να το αισθανθής. Άλλωστε είναι φίλεργοι, τρεφόμενοι εκ της θαλάσσης, ευτράπελοι και αεί μειδιώντες χάρις εις τον θεόν Βάκχον τον πολυαγαπημένον των…».[8]

Προφανώς η επίσκεψη του Ποτέσσαρου στην Πρίγκιπο και η διαμονή του γιά ένα δεκαπενθήμερο τον Αύγουστο του 1851 σχετίζονται με την επιθυμία του να κάνει διακοπές μετά από παρακολούθηση μαθημάτων το ακαδημαϊκό έτος 1850-51 σε κάποιο πανεπιστήμιο ή πολυτεχνείο. Πού όμως σπούδαζε και ποια ήταν και πού βρισκόταν η πατρική οικογένειά του;

Για να δώσω κάποια απάντηση στο ζήτημα των σπουδών του, απευθύνθηκα προ ολίγων ετών στο Αρχείο της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου που τότε ήταν γνωστότερο ως «Σχολείον των Τεχνών» και ζήτησα να ερευνηθούν τα μητρώα των φοιτητών της περιόδου 1846-1855 κατά την οποία θα έπρεπε να φοιτά ο Ποτέσσαρος, αν ήταν φοιτητής της εν λόγω Σχολής. Δεν βρέθηκε φοιτητής με αυτό το επώνυμο.[9] Όμως, είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι Κωνσταντινουπολίτες αρχιτέκτονες κατά το 19ο αιώνα είχαν σπουδάσει στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης και ιδιαίτερα στη Γαλλία, δεδομένου άλλωστε ότι η γαλλική ήταν η πρώτη ξένη γλώσσα που διδασκόταν στα σχολεία της Πόλης, ενώ και ορισμένες ελληνικές εφημερίδες της Βασιλεύουσας όπως, για παράδειγμα, η «Βυζαντίς», κυκλοφορούσαν δίγλωσσες (ελληνικά και γαλλικά). Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι ο Μένανδρος Ποτέσσαρος να είχε σπουδάσει «τέκτων» (αρχιτέκνων) στο Παρίσι, όπου και τον ξαναβρίσκουμε το 1873 περίπου, όπως θα δούμε πιο κάτω. Η χρήση κάποιων γαλλικών εκφράσεων στο ανωτέρω χειρόγραφο κείμενό του θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ως ισχυρή ένδειξη γι’ αυτό.

Όσο για την πατρική ή την ευρύτερη οικογένειά του, στην έρευνά μου επισήμανα τον Δημήτριο Ποτέσσαρο, τον πρωτοψάλτη Κωνσταντίνο Ποτέσσαρο και τον θεολόγο μάλλον ή ιερωμένο Γεώργιο Ποτέσσαρο (1822-1894), ο οποίος ως συγγραφέας χρησιμοποιεί το όνομα G. Potessaro.[10] Ο Δημήτριος Ποτέσσαρος πρωτοστάτησε στην ίδρυση της ελληνικής κοινότητας Αλεξάνδρειας το 1843 και εκλέχτηκε μέλος της επιτροπής για την ίδρυση σχολείου και νοσοκομείου, ενώ προσέφερε και 100 γρόσια γι’ αυτόν το σκοπό, όπως ήταν, άλλωστε, υποχρεωμένοι να κάμουν όλοι όσοι συμμετείχαν στις σχετικές επιτροπές. Το ποσό της συνδρομής αποδεικνύει ότι ο Δημ. Ποτέσσαρος ήταν μεν ευκατάστατος, όχι όμως ζάμπλουτος.[11] Η παρουσία του στην Αλεξάνδρεια μαρτυρείται μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1843, που υπογράφει τις πράξεις της Κοινότητας Αλεξάνδρειας, οι οποίες είναι κατατεθειμένες στο Ε.Λ.Ι.Α., και έκτοτε δεν αναφέρεται πουθενά.

Θεωρώ πιθανότατη τη συγγενική σχέση του Μέναδρου Ποτέσσαρου με τους προαναφερθέντες συνεπώνυμους, που όλοι τους φαίνεται να ήταν δραστήριοι μεν, αλλά και συντηρητικοί και θρησκευόμενοι, όπως άλλωστε το σύνολο των Κωνσταντινουπολιτών Ελλήνων που η νοοτροπία και η συμπεριφορά τους επηρεάζονταν αποφασιστικά από το Φανάρι και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ιδιαίτερα για τον Δημήτριο, εικάζουμε ότι ήταν και αυτός ένας από τους δραστήριους και ανήσυχους εμπόρους που τον 19ο αιώνα μετανάστευσαν από την Πόλη στην Αλεξάνδρεια, μεταξύ των οποίων, ως γνωστόν, και η οικογένεια Καβάφη. Δεν αποκλείεται η οικογένεια Δημ. Ποτέσσαρου, μετά το 1843, είτε να επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, για να λάβουν καλύτερη μόρφωση τα παιδιά του (ο Μένανδρος, αν ήταν γιος του, θα ήταν τότε δώδεκα ετών), είτε, για λόγους εμπορικούς, να εγκαταστάθηκε στη Μαγχεστρία (Μάντσεστερ), όπως, μετά το 1843, έπραξαν πολλοί Αιγυπτιώτες Έλληνες, κυρίως βαμβακέμποροι. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της υποθετικής μετακίνησης είναι δυνατόν να εξηγηθούν τόσο η παρουσία του Γ. Ποτέσσαρου (G. Potessaro) στο Μάντσεστερ το 1857, όσο και του ίδιου του Μένανδρου προ του 1860, όπως αναφέρει ο ίδιος σε δημοσίευμά του.[12] Το ότι ο Μένανδρος το 1851, στην προαναφερθείσα περιγραφή της Πριγκίπου, γράφει ότι κατάγεται «εκ Ταταούλων Κωνσταντινουπόλεως» δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε γεννήθηκε εκεί˙ θα ήταν δυνατόν να είχε γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια από γονείς καταγόμενους από τα Ταταύλα. Ο δε Γεώργιος να ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του. Μόνο μια έρευνα σε βάθος στα ληξιαρχεία της κοινότητας Ταταύλων, αν σώζονται από την προ του 1850 περίοδο, θα μπορούσε να δώσει απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα.

Ο ναοδόμος

Μετά το 1851 και μέχρι το 1860 δεν γνωρίζουμε τίποτα για το Μένανδρο Ποτέσσαρο εκτός από την πληροφορία του ίδιου ότι προ το 1860 για κάποιο χρονικό διάστημα παρεπιδημούσε στο Μάντσεστερ. Το βέβαιο είναι ότι είχε αποπερατώσει τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική.

Πιθανολογούμε ότι μάλλον επαγγελματικοί λόγοι τον έφεραν στο Μάντσεστερ, όπου ήδη από το 1843 υπήρχε ελληνική κοινότητα που το 1858 αριθμούσε 220 μέλη, γι’ αυτό και αποφασίστηκε η ανέγερση του ελληνορθόδοξου ναού του Ευαγγελισμού, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1860 σε σχέδια Άγγλων αρχιτεκτόνων σε ρυθμό βασιλικής, αλλά με πολλά αρχαιοελληνικά στοιχεία, κράμα που προκάλεσε και αρνητικές κρίσεις.[13]

Μεταξύ των σφοδρών επικριτών της αρχιτεκτονικής αυτού του ναού είναι και ο Μένανδρος Ποτέσσαρος.[14] Η οξεία κριτική του για τους Άγγλους αρχιτέκτονες του Ευαγγελισμού του Μάντσεστερ και η επίθεσή του κατά των ελληνικών κοινοτικών αρχών για την επιλογή μη Ελλήνων αρχιτεκτόνων πιθανόν να οφείλεται και σε πικρία του για τη μη ευόδωση τυχόν προσπαθειών για την ανάληψη του έργου.

Τη δεκαετία του 1860 αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα ναοδόμου με υψηλούς στόχους όπως η έγκριση των αρχιτεκτονικών σχεδίων του για την ανέγερση του ναού του πολιούχου του Πειραιά Αγίου Σπυρίδωνα και του μεγάλου ναού της Αγίας Τριάδος Σταυροδρομίου κοντά στην πλατεία Ταξίμ, δηλαδή στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Δυστυχώς,  κατέστη αδύνατον να ανακαλύψω αρχιτεκτονικά σχέδια και για τις δύο περιπτώσεις. Ευτυχώς, μας άφησε ένα σημαντικότατο και αποκαλυπτικό για τις ιδέες του κείμενο, τυπωμένο το 1861. Πρόκειται στην ουσία για πραγματεία, στην οποία διατυπώνει με σαφήνεια τις αισθητικές του αρχές όσον αφορά την νεοελληνική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική με τις ποικίλες τάσεις και αναζητήσεις της που τη χαρακτήριζαν αμέσως μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και ολόκληρον τον 19ο αιώνα.[15]

Το εκτενές αυτό κείμενο είναι το υπόμνημά του που συνόδευσε  τα αρχιτεκτονικά σχέδιά του για τον Άγιο Σπυρίδωνα Πειραιά, τα οποία υπέβαλε το 1861 στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Πειραιά συμμετέχοντας στον προκηρυχθένα στις 10 Φεβρουαρίου 1861 αρχιτεκτονικό διαγωνισμό.[16] Το υπόμνημά του (βλ. σημ. 12 για τον ακριβή τίτλο) υπογράφει χρησιμοποιώντας και την ιδιότητά του «τέκτων», δηλ. αρχιτέκτων.

Ποιες είναι οι υποστηριζόμενες ιδέες και απόψεις του στο 42 σελίδων υπόμνημά του; Αυτές εκτίθενται με κάθε σαφήνεια τόσο μέσω της οξύτατης κριτικής του κατά των αρχιτεκτονικών επιλογών στο ναό του Ευαγγελισμού στο Μάντσεστερ και της ηπιότερης κριτικής του για την αρχιτεκτονική του Μητροπολιτικού ναού Αθηνών, όσο και με τις δικές του προτάσεις για τον Άγιο Σπυρίδωνα, τις οποίες τεκμηριώνει με τη γενικότερη θεωρία του για την νεοελληνική εκκλησιαστική τέχνη και την εκκλησιαστική τέχνη εν γένει.

Συγκεκριμένα, γράφει με αφορμή τον Ευαγγελισμό του Μάντσεστερ: «Η καθαρά αλήθεια είναι ότι η αρχιτεκτονική του είναι όχι ελληνική, αλλ’ ουδέ καν προσεγγίζει την τέχνην της ρωμαϊκής παρακμής»,[17] την χαρακτηρίζει δε «άμοιρον πάσης καλλιτεχνίας». Αλλά δεν αρκείται στην πολεμική, την οποία θα ήταν δυνατόν κάποιος να χαρακτηρίσει υπερβολική, αν όχι εμπαθή. Προβαίνει σε ευφυείς αισθητικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα που αποδεικνύουν γνώση, ευαισθησία και ικανό θεωρητικό εξοπλισμό. Αυτό μαρτυρούν, για παράδειγμα, οι αντιρρήσεις του για τη χρήση εκ μέρους συγχρόνων του ναοδόμων ετερόκλιτων δομικών υλικών, πέτρα στην πρόσοψη και πλίνθους στους πλευρικούς τοίχους, σε αντίθεση  με τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, η οποία χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια υλικών. Για τον Ευαγγελισμό του Μάντσεστερ γράφει ότι η μεγαλοπρεπής πρόσοψη με τους επιβλητικούς κορινθιακούς κίονες υποβιβάζει το υπόλοιπο κτήριο και το καθιστά «ουτιδανόν και υπαγόμενον εις ευτελείς χρήσεις, ανάξιον όθεν του τόσον μεγαλοπρεπούς προπυλαίου. Και φαίνεται ότι οι μεγαλόσχημοι ούτοι κίονες ετέθησαν ίν’ αποκρύψωσι την ουτιδανότητα του κτιρίου…».[18] Όπως διαπιστώνουμε, ο Μένανδρος Ποτέσσαρος, νεαρός σχετικά, ηλικίας 31 ετών, αρχιτέκτονας είναι οπαδός της αισθητικής αρχής ότι προέχει σε ένα κτήριο η αισθητική ομοιογένεια του συνόλου, στην οποία πρέπει να υποτάσσονται οι λεπτομέρειες και αυτή την προτίμησή του για την σύλληψη και την απόδοση της συνολικής εικόνας είδαμε να την τηρεί ακόμα και στην περιγραφή του για την Πρίγκιπο, όταν ήταν εικοσαετής, και θα την εφαρμόσει και μετά εικοσιπέντε χρόνια περίπου στο ρυμοτομικό του σχέδιο για τα Τρίκαλα. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, όχι μόνο για αισθητική αρχή, αλλά και για τη γενικότερη πνευματική του ιδιοσυστασία και συγκρότηση. Συνδύαζε την ευρεία φαντασία με τη συνθετική σκέψη.

Κατά τη γνώμη του, θα ήταν καλύτερα τα κατασκευαστικά και αισθητικά αποτελέσματα, αν, αντί για ξένους, χρησιμοποιούνταν έστω και ένας πρακτικός Κωνσταντινουπολίτης αρχιτέκτονας, από τους γνωστούς «υπό το ταπεινόν όνομα πρωτοτεκτόνων ή καλφάδων», ο οποίος «ήθελε περιορισθή να παραγάγη κομψόν τι βυζαντινόν αρχιτεκτόνημα, έχον το ιδιάζον χαρακτηριστικόν του ναού μας, τον τρούλλον…». Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι η κατακλείδα της οξείας κριτικής του για τον Ευαγγελισμό του Μάντσεστερ: «Ταύτα ήθελε πράξει ο Έλλην πρωτοτέκνων, δικαιών τα της εθνικής υμών (σ.σ.: των κοινοτικών αρχών της ελληνικής κοινότητας) φιλοτιμίας αισθήματα εν γένει και ιδίως την καλήν πρόθεσιν ην ηθέλετε δείξει υπέρ της εμψυχώσεως των ομοεθνών σας τεχνιτών».[19] Μήπως το τελευταίο υποδηλώνει την προσωπική του πικρία για τυχόν μη ανάθεση του έργου στον ίδιο;

Ο Μένανδρος Ποτέσσαρος εκφράζει τη διαφωνία του και με πολλές αρχιτεκτονικές επιλογές στη Μητρόπολη Αθηνών, έργο κυρίως του Δ. Ζέζου, αλλά που φέρει τη σφραγίδα και άλλων κατά περιόδους αρχιτεκτόνων και συγκεκριμένα των Θεόφ. Χάνσεν, Φρ. Μπουλανζέ και Παναγή Κάλκου, και εγκαινιάστηκε το 1862, για να αποτελέσει πρότυπο για πολλούς ναούς «ελληνοβυζαντινού» ρυθμού κατά την περίοδο της βασιλείας του Γεωργίου Α΄.[20]

Ο Ποτέσσαρος θεωρεί μεν τον τρούλο ως το κατ’ εξοχήν γνώρισμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, παραδέχεται εντούτοις ότι είναι δυνατόν να γίνουν παρεκκλίσεις, όταν το επιβάλλει το μέγεθος του ναού, το δε προέχον γι’ αυτόν είναι ο τρούλος στο εσωτερικό του ναού να είναι ορατός από όλα τα σημεία και να μην είναι αναγκασμένος ο πιστός να προχωρήσει στο βάθος του ναού, για να τον αντικρύσει. Διαφωνεί με όσους παραγνωρίζουν αυτή την αρχή και επιδιώκουν με κάθε τρόπο να κατασκευάσουν τον σταυροειδή με τρούλο ή άλλους τραυλαίους τύπους μόνο για να εντυπωσιάζει εξωτερικά ο ναός. Επίσης, απορρίπτει τη δουλική μίμηση ξένων αρχιτεκτονικών προτύπων και θέτει ως κεντρικό αρχιτεκτονικό πρόταγμα τον σχεδιασμό των ναών «κατά τα πάτρια». Φρονούμε ότι οι απόψεις του περί ναοδομίας συνοψίζονται στην ακόλουθη παράγραφο:«Οφείλομεν όθεν να μιμηθώμεν επί του προκειμένου όχι τυφλώς και παραλόγως τα διάφορα σχήματα, αλλά μετά νοημοσύνης και αναλόγως των δεδομένων, τας αρχάς της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής, ήτις είναι γνησία θυγάτηρ της αρχαίας ημών περιδόξου τέχνης».[21]

Η θέση του Ποτέσσαρου ότι η βυζαντινή αρχιτεκτονική αποτελεί συνέχεια της αρχαίας τον κατατάσσει, από γενικότερη θεωρητική και ιδεολογική σκοπιά, στους οπαδούς της θεωρίας για αδιάκοπη συνέχεια του Ελληνισμού, με το Βυζάντιο ως συνδετικό κρίκο της αρχαιότητας με τη νεότερη Ελλάδα, θεωρία που κυρίως διατύπωσαν και υποστήριξαν οι Σπυρίδων Ζαμπέλιος και Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Συνεπώς, είναι αυταπόδεικτη η αξία αυτού του κειμένου ως θεωρητικού τεκμηρίου για τον νεοελληνικό πολιτισμό κατά τον 19ο αιώνα, αλλά και ως συγκεκριμένης πρότασης από ειδικό για εφαρμογές στο πεδίο της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.

Όσον αφορά τα αρχιτεκτονικά σχέδιά του για τον υπό ανέγερση ναό του Αγίου Σπυρίδωνα Πειραιά, προτείνει βασιλική χωρίς τρούλο με το επιχείρημα ότι το μικρό εμβαδόν του οικοπέδου δεν επέτρεπε τον τρουλαίο ρυθμό.[22]

Στον διαγωνισμό έλαβαν μέρος 20 αρχιτέκτονες.[23] Ο βραβευθείς με το Α΄ βραβείο Κων. Κοκκίνης δραστηριοποιείται την εποχή εκείνη επαγγελματικά στην Ερμούπολη της Σύρου, μια νέα θαυμάσια νεοκλασική πόλη, κι αυτό ίσως εξηγεί τις αισθητικές του προτιμήσεις και την αρχιτεκτονική του πρόταση για τον Άγιο Σπυρίδωνα διαμετρικά αντίθετη από την πρόταση Ποτέσσαρου.[24]

Ο Κ. Κοκκίνης, ο οποίος στο εισηγητικό υπόμνημά του χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Αγαθή τύχη», προτείνει τον αναγεννησιακό ρυθμό με το επιχείρημα ότι είναι ο πιο κατάλληλος για την Ελλάδα σε αντίθεση με τη βυζαντινή ή γοτθική τέχνη που θεωρεί ανάρμοστες «απέναντι των λαμπρών λειψάνων της θαυμασίας ελληνικής τέχνης» και επειδή, κατά τη γνώμη του, η νεοελληνική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική δεν θα πρέπει να θυμίζει την καταθλιπτική περίοδο της δουλείας.[25] Φυσικά, το πανίσχυρο ρεύμα του νεοκλασικισμού την εποχή εκείνη τόσο στην Αττική, όσο και τη λοιπή Ελλάδα, δεν ευνοούσε αποδοχή προτάσεων σαν αυτή του Ποτέσσαρου.

Εντούτοις, η κατάσταση ήταν ρευστή στον πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και συχνές οι αντιπαραθέσεις και οι αναθεωρήσεις ειλημμένων αποφάσεων. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να απορεί κανείς που τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Κ. Κοκκίνη υπέστησαν εκτεταμένες τροποποιήσεις από τον αρχιτέκτονα Γεράσιμο Μεταξά και τον επιβλέποντα των κατασκευών δημομηχανικό Πειραιά Ν. Κ. Μεταξά, ώστε, όταν το 1887 εδέησε να αποπερατωθεί ο ναός, λίγα στοιχεία αναγεννησιακής τεχνοτροπίας διατήρησε από τα αρχικά σχέδια, κατέληξε δε να είναι μάλλον νεοβυζαντινού ρυθμού, εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο στο σχήμα του εξωτερικά, ενώ στο εσωτερικό του μάλλον δικαιώθηκε η άποψη του Ποτέσσαρου ότι τρούλος πρέπει να κατασκευάζεται, όταν το επιτρέπουν οι διαστάσεις του ναού και στον Άγιο Σπυρίδωνα πρέπει να φτάσει κανείς λίγα μέτρα μπροστά από το Ιερό για να έχει εποπτεία του συνόλου του τρούλου.

Ενώ στο διαγωνισμό για τον Άγιο Σπυρίδωνα Πειραιά ο Μένανδρος Ποτέσσαρος απέτυχε, δεν συνέβη το ίδιο με τον πολύ γνωστό τόσο στους Ρωμιούς της Πόλης, όσο και τους χιλιάδες Έλληνες επισκέπτες, μεγαλοπρεπή ναό της Αγίας Τριάδας Σταυροδρομίου κοντά στην πλατεία Ταξίμ και στον ίδιο δρόμο που βρίσκεται το περίφημο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Δεν γνωρίζουμε αν για τα αρχιτεκτονικά σχέδια του υπό ανέγερση ναού διενεργήθηκε σχετικός διαγωνισμός ή έγινε ανάθεση. Ανεξάρτητα όμως από την διαδικασία που ακολουθήθηκε, το γεγονός ότι το 1867 ο ναός θεμελιώθηκε σε σχέδια του Μένανδρου Ποτέσσαρου αποδεικνύει ότι ήδη στα τριανταέξι του χρόνια ήταν αναγνωρισμένος αρχιτέκτονας.[26]

Δυστυχώς αυτή τη φορά στάθηκε άτυχος ο Μένανδρος Ποτέσσαρος. Λόγω οικονομικών προβλημάτων που προέκυψαν στην κοινότητα και επιδεινώθηκαν από την οικονομική κρίση, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα έπληξε την οθωμανική οικονομία, υποτιμήθηκε δε πολύ και το νόμισμα, «παρήλθε δεκαετία περίπου από της θεμελιώσεως του Ναού, χωρίς να σημειωθή σοβαρά τις πρόοδος εις το Έργον, ο δε λαός μετ’ευλόγου αθυμίας έβλεπε την ευσεβή πρόθεσιν αυτού προσκόπτουσαν εις την έλλειψιν χρημάτων».[27] Πιθανότατα η απογοήτευσή του για τη διακοπή των εργασιών ανέγερσης του ναού και η ανάγκη εξεύρεσης άλλων έργων για τον βιοπορισμό του, ανάγκασαν τον Ποτέσσαρο να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1873 και να εγκατασταθεί στο Παρίσι,[28] όπου πιθανόν να εργάστηκε είτε ως αρχιτέκτονας ταφικών μνημείων πλουσίων Ελλήνων της γαλλικής πρωτεύουσας –είχε, όπως θα δούμε, εμπειρία από την ταφική αρχιτεκτονική–  είτε σε έργα ανοικοδόμησης του Παρισιού, μετά τις καταστροφές που προκάλεσαν οι συγκρούσεις του κυβερνητικού στρατού με τους εξεγερμένους της Παρισινής Κομμούνας, ενώ και το τεράστιο έργο διαπλάτυνσης των κεντρικών αρτηριών που άρχισε το 1859 ίσως να μην είχε ολοκληρωθεί και να υπήρχαν θέσεις εργασίας για αρχιτέκτονες, αν μάλιστα αυτοί είχαν σπουδάσει στο Παρίσι, όπως πιθανότατα ήταν η περίπτωση του Ποτέσσαρου.

Το 1874 συγκροτήθηκε διαρκής επιτροπή για την αποπεράτωση της Αγίας Τριάδας με συνεισφορές των πιστών, διενέργεια εράνου, σύναψη δανείου και έκδοση λαχείου. Για τη συγκέντρωση χρημάτων στην είσοδο του ξυλόκτιστου ναΐσκου «ο αρχιτέκτων είχε φιλοτεχνήσει ξυλότευκτον ομοίωμα του ανεγειρομένου Ναού, απαράλλακτον εν σμικρογραφία προς το σημερινόν σχέδιον αυτού. Τούτο, μη διασωθέν δυστυχώς, ήτο τοποθετημένον παρά την είσοδον του παρεκκλησίου και εχρησίμευε δια τους προσκυνητάς ως κιβώτιον προαιρετικής συνεισφοράς υπέρ του ανεγειρομένου Ναού».[29]

Η επιτροπή «επελήφθη του έργου αυτής αρχιτεκτονούντος του Βασιλάκη Εφένδη Ιωαννίδου κατά σχέδιον επί τη βάσει των παλαιών θεμελίων εκπονηθέν».[30] Δεν γνωρίζουμε αν και σε ποιο βαθμό αυτός ο μάλλον «κάλφας»,[31] δηλαδή πρακτικός και όχι με θεωρητικές σπουδές, αρχιτέκτονας στην υπηρεσία της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σεβάστηκε τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Ποτέσσαρου στο σύνολό τους και όχι μόνο την κάτοψη την οποία όντως χρησιμοποίησε. Πάντως, όλες οι πληροφορίες της εποχής του παρουσιάζουν τον Ιωαννίδη εξαιρετικά δραστήριο και πρόθυμο για την αποπεράτωση του ναού, ενώ οι σχέσεις του με την οθωμανική εξουσία βοήθησαν στην δωρεάν προμήθεια οικοδομικού υλικού.[32] Ήταν επόμενο ο Ποτέσσαρος να λησμονηθεί και όλα τα εγκώμια να απευθύνονται στον Ιωαννίδη.[33] Ακόμα και ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ την ευαρέσκειά του εκφράζει πρώτα στον Ιωννίδη και μετά στα μέλη της επιτροπής για το «λαμπρόν και περικαλλέστατον έργον».[34] Οι νεότεροι ερευνητές μάλλον διχάζονται αν τα σχέδια που εφαρμόστηκαν έγιναν εξ υπαρχής από τον Ιωαννίδη ή είναι του Ποτέσσαρου τροποποιημένα.[35]

Τα μεγαλοπρεπή εγκαίνια της Αγίας Τριάδας τελέστηκαν στις 14 Σεπτεμβρίου του 1880 από τον οικουμ. Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ και τους συνοδικούς αρχιερείς και ήταν ένα από τα λαμπρά γεγονότα για τον Ελληνισμό της Πόλη κατά τον 19ο αιώνα. Παρευρέθηκαν περίπου 5.000 πιστοί και χρειάστηκε ο ίδιος ο πατριάρχης να κάνει έκκληση για να περιοριστεί η οχλαγωγία, ενώ ισχυρές αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις είχαν σταλεί για την τήρηση της τάξης.[36]

Το μέγεθος και η αρχιτεκτονική του ναού εντυπωσίασαν. Ο επίσκοπος Αιμιλιανός περιγράφει ως εξής την κατασκευή και την τεχνοτροπία του ναού: «Ο ναός κατέχων εμβαδόν χιλίων οκτακοσίων εβδομήκοντα πήχεων και εις ανάλογον ύψος αιρόμενον, είναι κατασκευασμένος εξ ασβεστολίθου του Αγ. Στεφάνου, συνδυάζει δε τας λεπτότητας της βυζαντινής ναοδομίας προς τας ωραιότητας του νεωτέρου ρυθμού, όστις εν αντιθέσει προς τον βυζαντινόν επιμελείται εξ ίσου και της εξωτερικής καθόλου εμφανίσεως της οικοδομής».[37]

Ο ναός έχει χωρητικότητα 3.000 πιστών, αλλά, παρά το μέγεθός του, χαρακτηρίζεται από συμμετρία και αρμονία. Είναι βασιλική με μεγάλον κεντρικό τρούλο, δύο κωδωνοστάσια στις γωνίες της δυτικής πρόσοψης, η οποία μάλλον είναι εκλεκτιστικού ύφους, καθώς συνδυάζει βυζαντινά, ρωμαϊκά και γοτθικά, ως προς το οξυκόρυφο τρίγωνο, στοιχεία.[38]

Εκτός από την κάτοψη που αποδεδειγμένα ανήκει στον Ποτέσσαρο, ποια από τα λοιπά αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού θα ήταν δυνατον εξ ολοκλήρου ή εν μέρει να είναι δικά του; Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις θεωρητικές του απόψεις για τη νεοελληνική εκκλησιαστική τέχνη, όπως διατυπώνονται στο υπόμνημά του για τον Άγιο Σπυρίδωνα Πειραιά, θεωρούμε όχι απίθανη εκδοχή το σχήμα της βασιλικής με τρούλο της Αγίας Τριάδας να στηρίζεται στην αρχική πρότασή του, την οποία είχε ως αφετηρία ο Βασιλάκης Ιωαννίδης, κάνοντας ορισμένες εύλογες τροποποιήσεις στις λεπτομέρειες. Και εσωτερικά ο τρούλος, για παράδειγμα, με τα σφαιρικά τρίγωνα κ.τ.λ., ταιριάζει με τις ιδέες του Ποτέσσαρου για την κατασκευή του τρούλου στους ελληνορθόδοξους ναούς. Όμως το οξυκόρυφο τρίγωνο στη δυτική πρόσοψη παραπέμπει σε ρωμανογοτθική και ισλαμική αρχιτεκτονική από την οποία φυσικά ήταν επηρεασμένος ο «αυτοκρατορικός κάλφας» Ιωαννίδης. Αν και το τρίγωνο αυτό –μάλλον σύλληψη του Ιωαννίδη– εναρμονίζεται πλήρως με το σύνολο της πρόσοψης και ιδιαίτερα με τα δύο κωδωνοστάσια, περιορίζει τη θέα του τρούλου εξωτερικά από τη δυτική πλευρά, δηλαδή ζημιώνει το σαφώς βυζαντινό γνώρισμα.

Δυστυχώς, τα σπουδαιότερα κτίσματα του Ποτέσσαρου έπεσαν θύματα όχι μόνον δυσμενών οικονομικών συγκυριών, αλλά και της ανθρώπινης βαρβαρότητας. Το λαμπρό αυτό μνημείο εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής ήταν ένας από τους ελληνορθόδοξους ναούς που πυρπολήθηκαν από τον φανατισμένο τουρκικό όχλο στα μοιραία Σεπτεμβριανά του 1955.

Την περίοδο που ο Ποτέσσαρος βρισκόταν στην Πόλη και ασχολούνταν με το μείζον έργο της Αγίας Τριάδας φαίνεται ότι είχε παράλληλα και άλλες εργασίες, ίσως αναλάμβανε και τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό κατοικιών. Το βέβαιο είναι ότι το 1868, δηλαδή το επόμενο έτος μετά τη θεμελίωση της Αγίας Τριάδας, σχεδίασε το σπουδαίο ταφικό μνημείο μιας αρχοντικής οικογένειας κρητικής καταγωγής και αυτό ίσως είναι το μόνο από τα κτίσματα του Ποτέσσαρου που σώζεται.[39]

Αυτή η περίπτωση μας κάνει να επαναλάβουμε τον προβληματισμό μας για το ενδεχόμενο η ταφική αρχιτεκτονική να ήταν μία από τις επαγγελματικές δραστηριότητες του Ποτέσσαρου που, φυσικά, μόνο μια εμπεριστατωμένη έρευνα στα κοιμητήρια των ελληνικών κοινοτήτων στην Ευρώπη από όπου πέρασε, δηλαδή το Παρίσι και το Μάντσεστερ, θα επιβεβαίωνε ή όχι αυτή την υπόθεση.

Ο πολεοδόμος

Για διάστημα άνω των δέκα ετών χάνονται τα ίχνη του Μένανδρου Ποτέσσαρου. Μόλις τον Απρίλιο του 1884 θα τον ξανασυναντήσουμε όχι σε κάποια πρωτεύουσα, αλλά σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας όπου διορίζεται ως δημομηχανικός με εντολή να συντάξει το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης που πρόσφατα (1881) απελευθερώθηκε, όπως και η υπόλοιπη Θεσσαλία, από τον τουρκικό ζυγό. Η επείγουσα ανάγκη για ρυμοτομικό σχέδιο αφορούσε τη νέα πόλη, ενώ η παλαιά συνοικία Βαρούσι, με τα δαιδαλώδη και ακανόνιστα στενά καλντερίμια και τη βαλκανική αρχιτεκτονική των αρχοντικών που ανήκαν σε προύχοντες αστούς και βλάχους, θα έμενε ανεπηρέαστη. Τα νέα Τρίκαλα θα κτίζονταν στο, συνεχόμενο με το Βαρούσι, πεδινό μέρος και θα είχαν ως κεντρικό και αποφασιστικό για την πολεοδομική εξέλιξη της πόλης άξονα τον ποταμό Ληθαίο.[40]

Παρ’ ότι ο υπηρετών τότε νομομηχανικός είχε κάμει κάποια σχέδια ρυμοτομίας, ενώ και Γάλλοι μηχανικοί είχαν διατυπώσει προτάσεις για την διευθέτηση των οχθών του Ληθαίου, ο τρικαλινός τύπος και οι ιδιοκτήτες απαιτούσαν κανονικό ρυμοτομικό σχέδιο από ειδικό μηχανικό, ώστε να είναι δυνατή η έκδοση οικοδομικών αδειών στην πόλη, που τότε αριθμούσε περί τους 15.000 κατοίκους, και να κατεδαφιστούν οι άθλιες τρώγλες όπου κατοικούσαν οι εκτός Βαρουσίου φτωχοί τρικαλινοί. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι Τρικαλινοί είχαν πλήρη συναίσθηση της σπουδαιότητας του ρυμοτομικού σχεδίου για το μέλλον της πόλης.[41]

Τελικά, το Υπ. Εσωτερικών τοποθέτησε ως δημομηχανικό του Δήμου Τρικκαίων, επί δημαρχίας του γιατρού Κων. Ραδινού, του πρώτου μετά την απελευθέρωση Έλληνα δημάρχου, τον αρχιτέκτονα Μένανδρο Ποτέσσαρο, άγνωστο μεν με ποια κριτήρια, εικάζουμε όμως ότι θα ήταν γνωστός για τις ικανότητες, την εργατικότητά του και το παρελθόν του ως καταξιωμένου αρχιτέκτονα, για να τον στείλει η κυβέρνηση να βάλει τάξη στο χάος και από το μηδέν να δημιουργήσει μια σύγχρονη πόλη. Ο αρχιτέκτονας δημομηχανικός άρχισε να συντάσσει το ρυμοτομικό σχέδιο στις 23 Αυγούστου 1884.[42]

Η ανάθεση της σύνταξης του ρυμοτομικού σχεδίου στο δημομηχανικό προκάλεσε την αντίδραση του νομομηχανικού Τρικάλων Γ. Χρυσοχόου όχι μόνο γιατί το θεώρησε προσβλητικό να παραμερίζεται αυτός που υπηρετούσε σε υπερκείμενη σε σχέση με το Δήμο αρχή (Νομαρχία) από τον δημομηχανικό, αλλά και γιατί είχε εργαστεί σχετικά με το σχέδιο προ του διορισμού του Ποτέσσαρου.[43]

Στο ρυμοτομικό σχέδιο του Ποτέσσαρου, το οποίο, όπως ήταν φυσικό, έθιγε πολλές ιδιοκτησίες, προκειμένου να χαραχθούν και κατασκευαστούν οι ευρωπαϊκών προδιαγραφών κεντρικές οδικές αρτηρίες, αντέδρασαν και περί τους 60 θιγόμενοι έμποροι, βιομήχανοι και κτηματίες και με αναφορά τους στο υπουργείο Εσωτερικών, στις 28-5-1885, ζήτησαν την ακύρωση του σχεδίου, το οποίο όμως είχε ήδη εγκριθεί από το δημοτικό συμβούλιο, ως μη ανταποκρινόμενο στις ανάγκες της πόλης κατηγορώντας παράλληλα το δημομηχανικό ότι ήταν δυνατόν να είχε συντάξει καλύτερο και δικαιότερο σχέδιο.[44] Κάποιον προβληματισμό και σκέψεις για δράση παρασκηνίου εναντίον του Ποτέσσαρου προκαλεί η στάση του νομομηχανικού Λάρισας Αλ. Τριανταφύλλου, ο οποίος, ως υπερκείμενη τεχνική αρχή στη Θεσσαλία, είχε τον έλεγχο και των εκτελούμενων έργων στο νομό Τρικάλων˙ με αναφορά του στο υπουργείο Εσωτερικών στις 21-10-1884 διατυπώνει έμμεσα επιφυλάξεις για τη μέθοδο εργασίας –τη θεωρεί ανορθόδοξη– του Ποτέσσαρου παραδεχόμενος εντούτοις ότι εργάζεται επιμελώς.[45]

Κριτική στον Ποτέσσαρο, προφανέστατα για συμπαράσταση στους ανωτέρω θιγόμενους ιδιοκτήτες και πιθανόν από αντιπολιτευτική διάθεση στο δήμαρχο Κ. Ραδινό, ασκεί και τρικαλινή εφημερίδα.[46] Υπήρχαν όμως και τρικαλινές εφημερίδες που αναγνώρισαν το έργο τόσο του δημομηχανικού, όσο και του δημάρχου Ραδινού και τους συμπαραστάθηκαν κρίνοντας με βάση τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της πόλης.[47]

Ευτυχώς, τόσο ο Ποτέσσαρος, όσο και ο δήμαρχος δεν υπέκυψαν στις πιέσεις και πραγματοποίησαν το όνειρο να γίνει το ρυμοτομικό σχέδιο των Τρικάλων έργο «αιώνιο», όπως ζητούσε τρικαλινή εφημερίδα προ μηνών, και να καταστήσει τα Τρίκαλα μία από τις ωραιότερες, με ευρωπαϊκού επιπέδου ρυμοτομία, πόλεις.

Ο Ποτέσσαρος αντιμετώπισε με εκπληκτική ψυχραιμία και αξιοπρέπεια τις επικρίσεις, με αυτοπεποίθηση, διορατικότητα και ριζοσπαστική τόλμη στην επίτευξη του τελικού στόχου και με επίγνωση των ευθυνών του για ένα έργο μεγάλης κοινωνικής σημασίας. Αντέκρουσε τους διαμαρτυρομένους με επιχειρήματα και χωρίς εριστική διάθεση, ενώ η μη εντοπιότητά του αποτελούσε και την εγγύηση για μη ένταξη σε συγγενικά και κοινωνικά κυκλώματα συμφερόντων. Στην περίπτωση του ρυμοτομικού σχεδίου των Τρικάλων δεν αναδείχτηκε ο θεωρητικός αρχιτέκτονας ναοδόμος του παρελθόντος, αλλά ο οραματιστής και συνάμα πραγματοποιός.

Το σχέδιο εγκρίθηκε από το δημοτικό συμβούλιο με την υπ’ αριθ. 1/5 Ιαν. 1885 πράξη. Υπερψηφίστηκε από 11 συμβούλους, ενώ καταψηφίστηκε από τρεις με κυριότερο επιχείρημα ότι «ο Μηχανικός του Δήμου συνέταξε το σχέδιον επηρεαζόμενος υπό του Δημάρχου, καθ’ όσον αι δύο μεγάλαι διασταυρούμεναι οδοί κατεδαφίζουσιν πολλάς οικίας πολιτών πολιτικών αντιπάλων του Δημάρχου…», κατηγορία βέβαια που αντέκρουσε, σε ήπιους τόνους, ο Ποτέσσαρος υποστηρίζοντας ότι αν ζημιώθηκε κάποιος, αυτός είναι ο δήμαρχος.[48] Τέλος, το ρυμοτομικό σχέδιο, που υποβλήθηκε από τον Δήμο στην Κυβέρνηση, εγκρίθηκε με το Β.Δ. της 9-11-1885.[49]

Ευτυχώς στην πολύτιμη συλλογή του Θ. Μυλωνά υπάρχουν και οι δύο εκθέσεις του Ποτέσσαρου, στις οποίες περιγράφει λεπτομερώς το σκεπτικό, τη μέθοδο εργασίας και την πραγματοποίηση της ρυμοτομίας. Η σύλληψη του σχεδίου ήταν ιδιοφυής στην απλότητά της: Με έναν σταυρό, που οι κεραίες του αντιστοιχούσαν σε τέσσερις συνεχόμενες κεντρικές οδικές αρτηρίες, διαίρεσε την υπό διαμόρφωση νέα πόλη σε τέσσερα μεγάλα τμήματα και στο κεντρικό σημείο συνάντησης των κεραιών σχεδίασε την κεντρική πλατεία, όπου για μερικές δεκαετίες θα πραγματοποιούνταν η κεντρική αγορά, με κόστος την κατεδάφιση του «Μεγάλου Τζαμιού». Οι ευθείες αυτές που έχουν η καθεμιά μήκος περίπου δύο χιλιομέτρων και πλάτος ευρωπαϊκών προδιαγραφών (με τα σημερινά τους ονόματα: Ασκληπιού, Κονδύλη, Βασ. Τσιτσάνη και Στέφ. Σαράφη) ορίζουν και ρυθμίζουν την οικονομική και κοινωνική ζωή των Τρικαλινών και δεν θα πάψουν να υπάρχουν και να υπηρετούν αιωνίως το σκοπό, για τον οποίο χαράχτηκαν από τον Κωνσταντινουπολίτη αρχιτέκτονα. Μαζί, φυσικά με τίς πλατείες.[50]

Ενδιαφέρον είναι και το σκεπτικό του Ποτέσσαρου για την ανέγερση των καταστημάτων της κεντρικής αγοράς, σύμφωνα με το οποίο η έκταση έπρεπε να διαιρεθεί σε πολλά μικρά τετράγωνα, ώστε όλα να έχουν πρόσοψη σε δρόμο, πράγμα που έγινε όπως μπορεί να το διαπιστώσει ο επισκέπτης του εμπορικού κέντρου της πόλης από την περιοχή του Ο.Τ.Ε. μέχρι τα Δικαστήρια. Τις ενέργειες του Ποτέσσαρου υπαγόρευε ένα πνεύμα γενναιόδωρο και όχι μίζερο, γιατί είχε ως στόχο όχι την εξυπηρέτηση επί μέρους συμφερόντων, αλλά την άνετη και αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών μέσα στο σχεδιαστικό κέλυφος που είχε συλλάβει και πραγματοποιήσει.

Η δράση του Ποτέσσαρου στο Δήμο Τρικκαίων συνδέεται με ένα ακόμα αρχιτεκτονικό αριστούργημα και ανταποκρινόμενο στις ανάγκες των πολιτών: το σχέδιο και την ανέγερση της περίκλειστης δημοτικής αγοράς, γνωστότερης στους Τρικαλινούς ως «Χασάπικα», ένα κράμα ρωμαϊκών και αναγεννησιακών στοιχείων που θα ήταν δυνατόν να χαρακτηριστεί ως εκλεκτικιστικής τεχνοτροπίας. Δυστυχώς, η δημοτική αγορά που στέγαζε 68 καταστήματα (κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, οπωροπολεία) και ανεγέρθηκε το 1890, κατεδαφίστηκε το 1969, προκειμένου ο Δήμος να κατασκευάσει Διοικητήριο που νοίκιασε στο κράτος για να στεγαστούν οι υπηρεσίες της Νομαρχίας και ο Δήμος να εισπράττει τα ενοίκια. Αυτή τη φορά ένα έργο του οραματιστή και πραγματοποιού αρχιτέκτονα έγινε θύμα της ανθρώπινης απερισκεψίας και της έλλεψης διορατικότητας και φαντασίας για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του λαού και τον πολιτισμό του, δεδομένου ότι ένα τέτοιο εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό έργο θα ήταν σήμερα αξιοθέατο περιωπής.

Στο πλαίσιο των καθηκόντων του ως δημομηχανικού ο Ποτέσσαρος ασχολήθηκε και με δευτερεύοντα και εφήμερα έργα όπως η κατασκευή μιας ξύλινης γέφυρας στον Ληθαίο για να περάσει η βασιλική άμαξα κατά την επίσκεψη του Γεωργίου Α΄ και μελών της βασιλικής οικογένειας στα Τρίκαλα στις 27 Απριλίου 1884.[51] Για την ίδια επίσκεψη κατασκευάστηκε, υπό την επίβλεψη του δημομηχανικού, στην είσοδο της πόλης, ανατολικά, μια τεράστια αψίδα, κατ’ απομίμηση της Πύλης του Αδριανού στην Αθήνα, στην κορυφή της οποίας τοποθετήθηκε με χρυσά γράμματα η επιγραφή «Ισχύς μου η αγάπη του Λαού μου».[52]

Ήταν φυσικό και αναμενόμενο μετά το 1881 τα Τρίκαλα, όπως, άλλωστε, και όλη η Θεσσαλία, να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του αθηναϊκού τύπου, όπου δημοσιεύονταν πολλές ανταποκρίσεις για τα τεκταινόμενα στη Θεσσαλία μετά την απελευθέρωση. Ειδικότερα για τα Τρίκαλα οι περιγραφές είναι πολύ θετικές και συχνά ενθουσιώδεις. Ενδεικτικά παρουσιάζουμε απόσπασμα από ανταπόκριση το Μάρτιο του 1891, αφού δηλαδή τα έργα είχαν προχωρήσει σημαντικά και το ρυμοτομικό σχέδιο είχε ολοκληρωθεί, του απεσταλμένου της εφημ. «Ακρόπολις» ο οποίος υπογράφει με το ψευδώνυμο «Έλλην»: «Τα Τρίκαλα βαίνουν προς κομψότητα (…) και η νέα ρυμοτομία και τα έργα και η διακόσμησις προσέλαβον χαρακτήρα μάλλον σύμμετρον, μάλλον ευάρεστον. Η ημίσεια σχεδόν πόλις ανεκαινίσθη. Τα 2/3 των εμπορικών είναι νέα. Μία σιταγορά εσχεδιάσθη, ήτις,  αν στεγασθή, θα προσδώση εις το μέρος πολύ το γραφικόν. Η από του σιδηροδρομικού σταθμού λεωφόρος (σ.σ.: εννοεί την οδό Ασκληπιού)είναι αληθινό μπουλεβάρ. Μία άλλη οδός ήτις θα διασχίζη την πλατείαν (σ.σ. εννοεί την οδό Κονδύλη) και θα αρχίζη από νέας τινός σιδηράς γεφύρας σχεδιασμένης από Γάλλους επί του Τρικκαλινού (Ληθαίου) θα έχη και αυτή όψιν Ευρωπαϊκήν. Μεταξύ των σχεδιαζομένων έργων είναι και η δενδροφύτευσις των οχθών. Πλην της σιταγοράς ηγέρθη και αγορά (σ.σ.: εννοεί τα κατεδαφισθέντα το 1969 «Χασάπικα»). Δυστυχώς, το δάνειον εξηντλήθη και έμεινε ατελής ακριβώς ως προς τα εξωραϊστικά συμπληρώματα, οίον μίαν σειράν κυκλοτερή φανών, δύο μεγάλους θολίας και επιστέγασμα γύρω γύρω. Ο μηχανικός Ποτέσσαρος έχει έμφυτον καλλιτεχνικόν αίσθημα…».[53]

Ιδιαίτερα εντυπωσίαζε τους ξένους η οδός Ασκληπιού,  όπως είδαμε στην προαναφερθείσα περιγραφή, αλλά και σε πολλές άλλες, προγενέστερες και μεταγενέστερες. Εντυπωσιάζει, διότι «είναι μεγαλοπρεπής και συχνάζεται τα μέγιστα».[54] Οι εγκωμιαστικές αναφορές στην οδό Ασκληπιού αποτελούν τρανή απόδειξη ότι το έργο της ρυμοτομίας του Ποτέσσαρου πέτυχε απολύτως τον αισθητικό, οικονομικό και κοινωνικό στόχο του.

Ίσως στο σημείο αυτό επιτρέπεται η διατύπωση μιας τολμηρής υπόθεσης που συνιστά και μια απόπειρα ερμηνείας των επιλογών του Μένανδρου Ποτέσσαρου σχετικά με το ρυμοτομικό σχέδιο των Τρικάλων. Δηλαδή,  δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο στο ρυμοτομικό του σχέδιο, με τις προβλεπόμενες φαρδείς λεωφόρους («βουλεβάρτα», κατά τους ανταποκριτές), να επηρεάστηκε από τη διαμονή του στο Παρίσι. Ισως ο Ποτέσσαρος να βρήκε και κάποια εργασία στα έργα αποκατάστασης των μεγάλων ζημιών που προκλήθηκαν κατά τις συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των εξεγερμένων της Παρισινής Κομμούνας (1871) όπως σημειώσαμε και πιο πάνω. Είναι ευτύχημα και ίσως να έπαιξε κάποιον ρόλο αυτή η συγκυρία στην εξέλιξη των έργων, η ταυτόχρονη παρουσία στα Τρίκαλα του γαλλομαθή Ποτέσσαρου και των Γάλλων μηχανικών που σχεδίασαν την κεντρική γέφυρα, έργα διευθέτησης των οχθών του Ληθαίου και τον σιδηροδρομικό σταθμό. Άλλωστε, οι παρομοιώσεις των Τρικάλων με το Παρίσι, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, ήταν συχνές από τους απεσταλμένους των αθηναϊκών εφημερίδων, δεδομένου άλλωστε ότι και τα Τρίκαλα διασχίζονται από τον Σηκουάνα τους, τον Ληθαίο!

Ανακεφαλαιώνοντας θα μπορούσα να επαναλάβω ότι ο Μένανδρος Ποτέσσαρος ατύχησε μεν ως ναοδόμος, όμως ως πολεοδόμος έστω και μιας μικρής πόλης δημιούργησε έργο λαμπρό, «ορατό» και σήμερα, διαχρονικά χρήσιμο για την κοινωνία των πολιτών, ένα έργο που από το χάος γέννησε μια ευρωπαϊκή πόλη, η οποία γρήγορα εναρμονίστηκε με την κρατούσα τότε τεχνοτροπία του νεοκλασικισμού.

Από τα στοιχεία που παρέθεσα συνάγεται ότι ο Μένανδρος Ποτέσσαρος ήταν ένας αρκετά καλλιεργημένος άνθρωπος, ένας ευφάνταστος και οραματιστής αρχιτέκτονας, ελληνοκεντρικός όσον αφορά τις ιδεολογικές και αισθητικές επιλογές του, με φιλοδοξίες και υψηλούς στόχους. Θεωρητικά συγκροτημένος, αλλά και ικανός να προτείνει πρακτικές λύσεις. Δυστυχώς, από τα έργα του ως αρχιτέκτονα σώζονται οι δρόμοι και οι πλατείες των Τρικάλων που εκείνος χάραξε και κατασκεύασε, και το ταφικό μνημείο του άρχοντα Παύλου Μουσούρου στην Πόλη. Η Αγία Τριάδα Σταυροδρομίου που σχεδίασε, παρόντος του ίδιου έφτασε μόνο μέχρι τη θεμελίωση και το ότι διακόπησαν οι εργασίες λόγω οικονομικών προβλημάτων της κοινότητας θα πρέπει να τον πίκρανε πολύ.

Δεν ήταν βέβαια μεταξύ των μεγάλων αρχιτεκτόνων όπως οι Τσίλλερ, Καυταντζόγλου, Λαζαρίμος, για την πόλη των Τρικάλων όμως το έργο του ως ρυμοτόμου υπήρξε μέγα και η κοινωνική του σημασία αναγνωρισμένη. Με την παρούσα εργασία ασφαλώς δεν ολοκληρώνεται το πορτρέτο του Κωνσταντινουπολίτη αρχιτέκτονα. Μένουν αδιευκρίνιστες πτυχές της ζωής του και πολλά κενά όσον αφορά το έργο του. Για παράδειγμα, θα πρέπει να απαντηθούν τα ερωτήματα: πόσα χρόνια διήρκεσε η θητεία του ως δημομηχανικού στα Τρίκαλα; Σίγουρα βρισκόταν σ’ αυτή την πόλη μέχρι το 1891. Ολοκλήρωσε στα Τρίκαλα την επαγγελματική σταδιοδρομία, δεδομένου ότι ήταν ήδη 60 ετών; Πού πήγε μετά; Στην Αθήνα; Στην Πόλη; Πότε και πού πέθανε; Λεπτομέρειες βέβαια που όμως έχουν σημασία και δείχνουν σεβασμό στην ιστορία μιας περιπετειώδους και ενδιαφέρουσας προσωπικότητας που πρόσφερε στον πολιτισμό.





[1] Βλ. ιδιαίτερα τα σχετικά βιβλία και δημοσιεύματα των Μαρούλας Κλιάφα, Νεκτάριου Κατσόγιαννου, Θύμιου Λώλη, Σωτήρη Γοργογέτα, Θεολόγη Τριανταφύλλου κ.ά.
[2] Τα αφορώντα την ιστορία της πολεοδομίας, με όλες σχεδόν τις λεπτομέρειες, είναι συγκεντρωμένα στον ογκώδη τόμο του Κ. Κατσαρού, πρώην δημομηχανικού, «Η πολεοδομική ιστορία των Τρικάλων», Πολιτ. Οργαν. Δήμου Τρικκαίων 2008-09.
[3] Θεόδ. Χρ. Μυλωνάς: «Τα Τρίκαλα τη διετία 1884-1885», εκδ. «Συλλογές», Αθήνα-Μεσολόγγι 2011.
[4] Κ. Μπαρούτας: «Η Αισθητική των Τρικάλων», εκδ. Αντώνη Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2012.
[5] Συγκεκριμένα, ερεύνησα το Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά, το Αρχείο Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, το Αρχείο του Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών, το Αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και το Ε.Λ.Ι.Α. (Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο).
[6] Το εν λόγω χειρόγραφο ανακάλυψε το 1985 ο Ακύλας Μήλλας, γνωστός ερευνητής της ιστορίας της Πόλης και των μνημείων της, στα αρχεία του Ε.Λ.Ι.Α. και δημοσιεύει εκτενή αποσπάσματα από την περιγραφή της Πριγκίπου που κάνει ο νεαρός Μένανδρος Ποτέσσαρος. Βλ. Ακύλας Μήλλας: «Η Πρίγκιπος», Μέλισσα 1988. Αναζήτησα επίμονα στο Ε.Λ.Ι.Α. το χειρόγραφο, το οποίο πιθανόν περιέχει κάποιες πληροφορίες κυρίως για τη ζωή και τις σπουδές του, αλλά δεν βρέθηκε.
[7] Ακ. Μήλλας, Πρίγκιπος, σ. 98-100, 228, 254, 439, 515, 517, 534.
[8] Ακ. Μήλλας, «Μνημοσύνη. Αναδρομή στα Πριγκιπόνησα»,  εκδ. Μίλητος, χ.χ., σ. 309.
[9] Διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις για την ακρίβεια της πληροφορίας, γιατί την απάντηση μού την έδωσαν τηλεφωνικώς, δεδομένου ότι δεν μου επέτρεψαν να ερευνήσω μόνος μου τα σχετικά μητρώα φοιτητών.
[10] Ο Γεώργιος Ποτέσσαρος χρησιμοποιώντας το G. Potessaro εκδίδει το 1857 στο Μάντσεστερ (εκδ. οίκος Dunnil and Palmer) βιβλίο κατήχησης μεταφρασμένο από τα ελληνικά με τίτλο «The Orthodox doctrine of the Apostolic Easter Church». Από τον πρόλογο αποδεικνύεται ότι ο συγγραφέας το 1857 κατοικούσε στο Μάντσεστερ. Το βιβλίο εκδόθηκε τόσο με δαπάνη του συγγραφέα όσο και με τη συνεισφορά πολλών συνδρομητών, γνωστών Ελλήνων εμπόρων στην Αγγλία.
[11] Για σύγκριση και τα σχετικά συμπεράσματα, σημειώνουμε ότι οι Τοσίτσας και Στουρνάρας, οι γνωστοί μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, προσέφεραν 2000 γρόσια, το προξενείο της Ρωσίας 500 και της Αυστρίας 200 γρ.
[12] Μένανδρου Ποτεσσάρου: «Έκθεσις εξηγητική αρχιτεκτονικών ιδεών του εν Πειραιεί Αγίου Σπυρίδωνος». Εν Αθήναις, τύποις Διον. Κορομηλά, 1861, σ. 15.
[13] Μεθόδιος Φούγιας: «Ιστορία της εν Μαγκεστρία Ελληνικής Κοινότητος, 1843-1966», Αθήνα 1968, και Κ. Μπαρούτας «Οι ναοί των Ελλήνων μεταναστών», εκδ. Καρακώτσογλου, Αθήνα 2006, σ. 240.
[14] Μέν. Ποτέσσαρος, ο.π., σ. 15-16. Αν και το εν λόγω κείμενο γράφτηκε με αφορμή την συμμετοχή του σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για τον Άγιο Σπυρίδωνα Πειραιά, ο συγγραφέας του δράττεται της ευκαιρίας, για να διατυπώσει τις απόψεις του γενικά για την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και σε τούτο το πλαίσιο εντάσσεται και η αναφορά του στον Ευαγγελισμό του Μάντσεστερ.
[15] Για το θέμα των σχέσεων βυζαντινής και νεοελληνικής εκκλησιαστικής τέχνης βλ. ενδεικτικά: Κ. Μπαρούτας: «Ο διάλογος για τη βυζαντινή τέχνη τον 19ο αιώνα και η αποκατάστασή της», Βυζαντινός Δόμος, 5-6 (1992), σ. 209-233 και Γρηγ. Πουλημένος: «Η ελλαδική ναοδομία στην περίοδο του νεοκλασικισμού (1830-1912)», διδ. διατρ. Ε.Μ.Π., 2 τόμοι, Αθήνα 1997.
[16] Στο υπ’ αριθ. 1100/20-2-1861 πρακτικό του Δήμου Πειραιά διαβάζουμε: «Προκήρυξις διαγωνισμού σχεδίου ανεγέρσεως νέου ναού Αγ. Σπυρίδωνος με πρόβλεψιν δαπάνης οικοδομής δρχ. 100.000». Η προκήρυξη όριζε Α΄ βραβείο 300 δρχ. και Β΄ βραβείο 100 δρχ. Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά, φάκελος Ι. Ν. Αγ. Σπυρίδωνος.
[17] «Έκθεσις εξηγητική…», σ. 15.
[18] Στο ίδιο, σ. 18-19.
[19] Στο ίδιο, σ. 19.
[20] Γρηγ. Πουλημένος, ο.π., Α΄, σ. 88. Ο λεγόμενος «Ελληνοβυζαντινός ρυθμός» είναι είτε σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο, είτε σταυροειδής εγγεγραμμένη τρουλαία βασιλική.
[21] «’Εκθεσις εξηγητική…», σ. 17.
[22] Δυστυχώς στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά σχέδια, παρά μόνον έγγραφα, πράξεις και αποφάσεις του Δήμου που αφορούν τον συγκεκριμένο ναό.
[23] Τον αριθμό των συμμετασχόντων αναφέρει σε αναφορά-διαμαρτυρία προς τον Δήμο Πειραιά, με ημεροχρονολογία 27 Ιουνίου 1866, ο βραβευθείς με το Α΄ βραβείο αρχιτέκτονας Κων. Κοκκίνης (Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά, φάκ. Αγ. Σπυρίδωνα). Στο εν λόγω έγγραφο ο Κ. Κοκκίνης διαμαρτύρεται που, παρ’ όλο που πέρασαν τόσα χρόνια, δεν έλαβε ακόμα τα χρήματα του βραβείου.
[24] Στα ερευνηθέντα αρχεία, τον τύπο της εποχής που μπόρεσα να δω, την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τη μεταγενέστερη βιβλιογραφία δεν βρήκα τα ονόματα των λοιπών διαγωνισθέντων, ούτε αρχιτεκτονικά σχέδια, ούτε το όνομα του βραβευθέντος με το Β΄ βραβείο και ούτε τα ονόματα των μελών της κριτικής επιτροπής.
[25] Πληροφορίες και στο: Σταματίνα Μαλικούτη: «Πειραιάς 1934-1912», Όμιλος Τράπεζας Πειραιώς, 2004, σ. 244.
[26] Βλ. Επισκόπου Μιλήτου Αιμιλιανού: «Ιστορικόν υπόμνημα επί τη πεντηκονταετηρίδι του εν Σταυροδρομίω ιερού ναού της Αγίας Τριάδος (1880-1930), Εν Κωνσταντινουπόλει 1930», σ. 35-38, όπου πληροφορούμαστε ότι το 1865, ύστερα από έκδοση σουλτανικού φιρμανίου (25-4-1865), αποφασίστηκε σε γενική ενοριακή συνέλευση η ανέγερση μεγάλου λιθοκτίστου ναού στον περίβολο του πρώην νεκροταφείου επ’ ονόματι της Αγίας Τριάδος. «Η συγκληθείσα τη 25 Φεβρουαρίου 1867 ενοριακή συνέλευσις ανέδειξεν Επιτροπήν επί της οικοδομής του Ναού (δημοσιεύονται τα ονόματα των μελών), ήτις και κατήρξατο της θεμελιώσεως της οικοδομής επί τη βάσει σχεδίου εκπονηθέντος υπό του Αρχιτέκτονος Ποτεσσάρου». Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 13 Αυγούστου 1867 παρουσία του Οικουμ. Πατριάρχη Γρηγορίου του ΣΤ΄, ο οποίος εκφώνησε και σχετικό «λογύδριο».
[27] Στο ίδιο, σ. 44-45.
[28] Η πληροφορία για εγκατάστασή του στο Παρίσι στον Σάββα Τσιλένη: «Η διαμόρφωση του χώρου στην Κωνσταντινούπολη. Ο ρόλος των ομογενών αρχιτεκτόνων στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα», διδ. διατρ. Ε.Μ.Π., Σχολή αρχιτεκτόνων μηχανικών, Αθήνα 2009, σ. 240, σημ. 241, όπου όμως δεν παραπέμπει στην πηγή της πληροφορίας.
[29] Επισκόπου Μιλήτου Αιμιλιανού ο.π., σ. 46, σημ. 2. Ο Σ. Τσιλένης, ο.π., γράφει ότι το μοντέλο του ναού ήταν έργο μάλλον του αρχιτέκτονα Ιωαννίδη, ο οποίος διαδέχτηκε τον Ποτέσσαρο, αλλά γιατί να αποκλείσουμε την περίπτωση να πρόκειται για μοντέλο που είχε κατασκευάσει ο Ποτέσσαρος συνοδεύντας τα αρχιτεκτονικά του σχέδια, τα οποία κατέθεσε στο ενοριακό συμβούλιο;
[30] Επισκόπου Αιμιλιανού, στο ίδιο, σ. 47.
[31] «Κάλφα» τον χαρακτηρίζει ο Ακύλας Μήλλας, «Πέρα: Το σταυροδρόμι της Ρωμιοσύννης», Μίλητος, Γ΄ έκδ. 2006, σ. 328, και για την κατηγορία αυτών των «αρχιτεκτόνων» βλ. Σ. Τσιλένης: «Οι ρωμιοί “αρχιτέκτονες” καλφάδες στην Κωνσταντινούπολη. 1869-1945», Σύγχρονα θέματα, τόμ. 74-75, Δεκ. 2000.
[32] Διαβάζουμε στον Επίσκοπο Αιμιλιανό, ο.π., σ. 50: «Δεξιός σύμβουλος, παραστάτης και συνεργός της Επιτροπής υπήρξεν ο αείμνηστος Αρχιτέκτων του Παλατίου Βασιλάκης Εφένδης Ιωαννίδης, όστις όχι μόνον αόκνως ειργάσθη προς όσον ένεστιν εντελή και ευπρεπή του ναού ανέγερσιν, αλλά και προσήνεγκε δωρεάν μεγάλας ποσότητας παντοίου υλικού».
[33] Σε επίγραμμα χαραγμένο σε πλάκα τοποθετημένη στο υπέρθυρο του νάρθηκα χαρακτηριστικό είναι το δίστιχο: «Ἐπιστήμη δ’ ἄν καί τέχνῃ διανοίας πινυτῆς Βασιλείου Ἰωαννίδου, Ἀρχιτέκτονος κλεινοῦ…», Αιμιλιανός, σ. 67.
[34] Στο ίδιο, σ. 54. Πρόκειται για το υπ’ αριθ. 4697 πατριαρχικό «πιττάκιον».
[35] Ο Ακ. Μήλλας: «Μνημοσύνη, Πέρα …», ο.π., σ. 328, χαρακτηρίζει τον Ιωαννίδη «αυτοκρατορικό κάλφα», υπονοώντας ότι τα σχέδια του Ιωαννίδη αποτελούν συνέχεια των αρχιτεκτονικών σχεδίων του Ποτέσσαρου, ο Βασ. Κολώνας, «Έλληνες αρχιτέκτονες στην Οθωμανική αυτοκρατορία (19ος-20ος αιώνας)», Ολκός, 2005, σ. 25, δεν κάνει καμιά αναφορά στον Ποτέσσαρο και αποδίδει τα σχέδια κατηγορηματικά στον Ιωαννίδη, αλλά, κατά τη γνώμη μας, την ακριβέστερη και δικαιότερη διατύπωση χρησιμοποιεί ο Σ. Τσιλένης στο«Η διαμόρφωση του χώρου στην Κωνσταντινούπολη…», ο.π., σ. 258, γράφοντας ότι η Αγία Τριάδα είναι έργο του Μ. Ποτέσσαρου που αποπερατώθηκε από τον Βασιλάκη Ιωαννίδη.
[36] Βλ. εκτενείς περιγραφές των εγκαινίων στις εφημερίδες της Πόλης «Βυζαντίς», 28-9-1880, και «Θράκη», 15-9-1880.
[37] Επίσκοπος Αιμιλιανός, ο.π., σ. 64. Εντυπωσιακό είναι και το δεκάστιχο, σε ομηρική γλώσσα, επίγραμμα που έγραψε ο Ιωάννης Φιλαλήθης και δημοσιεύτηκε στο περιοδ. «Εκκλησιαστική Αλήθεια», Ιαν. 1881:
«Ἦχι πάρος νεκύων ἀμενηνά κάρηνα τέθαπτο πιστών, τῆδε νεώς αθανάτου Τριάδος ἔμπεδος ἕστηκε, περίβλεπτος, κάλλεϊ λάμπων…».
[38] Ο Βασ. Κολώνας, ο.π., σ. 25-29, παρατηρεί ότι οι αρχιτέκτονες της Πόλης,  πλην του Π. Φωτιάδη, αγνόησαν τη λαμπρή παρακαταθήκη των βυζαντινών μνημείων της Κων/πόλεως και προτίμησαν τον εκλεκτικισμό, τύπους και μορφές της Αναγέννησης και του μπαρόκ.
[39] Σημειώνει σχετικά ο Σ. Τσιλένης στο «Η διαμόρφωση του χώρου στην Κωνσταντινούπολη…», ο.π., σ. 240, σημ. 241: «Το σίγουρο είναι ότι ήταν αρχιτέκτονας της κρύπτης των τάφων και του μαυσωλείου για την οικογένεια Μουσούρων στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών του Μεγάλου Ρεύματος. Στην επιτύμβια πλάκα που βρίσκεται επί του εξωτερικού νότιου τοίχου προς την αυλή του Ναού διαβάζουμε: “Πατρί σεβαστῴ Παύλω Μουσούρω τῷ Κρητί Ἱερόν… Μ. Ποτέσσαρος ἠρχιτεκτόνει ΑΩΞΗ΄”», δηλ. 1868. Οι Μουσούροι ήταν βυζαντινή οικογένεια που εγκαταστάθηκε στην Κρήτη τον 9ο αι. μ.Χ. Το επιφανέστερο μέλος της οικογένειας ήταν ο Μάρκος (1470-1517). Σπούδασε στη Ρώμη κοντά στον Ιωάννη Λάσκαρη. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Βενετία και συνεργάστηκε με τον περίφημο εκδότη Άλδο Μανούτιο στην έκδοση αρχαίων συγγραφέων και τη συγγραφή προλεγομένων. Στα μέσα του 18ου αι. εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο Ιωάννης Μουσούρος, του οποίου απόγονος είναι και ο Παύλος (1810-1876), που διετέλεσε διερμηνέας του αυτοκρατορικού Διβανίου, πρεσβευτής της Τουρκίας στη Βιέννη και ηγεμόνας της Σάμου την περίοδο 1866-1873. Γενικά, οι Μουσούροι υπηρέτησαν κατά τον 19ο αιώνα σε υψηλές θέσεις της οθωμανικής διπλωματίας. Πάντως το όνομα της αρχοντικής αυτής οικογένειας πέρασε και στην κρητική δημοτική ποίηση, όπως μαρτυρεί ο στίχος του γνωστού ηρωικού άσματος «Πότε θα κάνει ξαστεριά»: «να κατεβώ στον Ομαλό, στη στράτα των Μουσούρω…».
[40] Βλ. Κ. Κατσαρός, ο.π..
[41] Σε κύριο άρθρο η εφημερίδα «Οι Εργάται», 28-1-1884, τονίζει: «Μία εκ των πρωτίστων αναγκών της ημετέρας πόλεως είναι η χάραξις των σχεδίων αυτής. Εγράψαμε και άλλοτε, επαναλαμβάνομεν και σήμερον να παρακαλέσωμεν την κυβέρνησιν όπως όσον τάχιστα προωθήση ουχί ένα, αλλά πολλούς ει δυνατόν εμπείρους μηχανικούς προς ταχυτέραν συγκρότησιν σχεδίου… Αι στεναί οδοί αυτής, μη επιτρέπουσαι ουδ’ αυτού του αέρος την ελευθέραν κυκλοφορίαν, όζουσι διαφόρων αναθυμιάσεων, υγρασία δ’ αφόρητος και επιβλαβεστάτη επικρατεί εν αυταίς, διότι αι ακτίνες του ηλίου δεν εισχωρούσιν εις τας δυσώδεις αυτάς τρώγλας… Προκειμένου λοιπόν περί έργου όπερ θα μείνη αιώνιον η κυβέρνησις δεν πρέπει να φεισθή δαπάνης…».
[42] Βλ. το υπ’ αριθ. 1930/10-10-1884 έγγραφο του Ποτέσσαρου προς το δήμαρχο Τρικκαίων, το οποίο στο χειρόγραφο πρωτότυπο δημοσιεύεται από τον Θεόδ. Χρ. Μυλωνά στο βιβλίο του «Τα Τρίκαλα τη διετία 1884-1885», σ. 36-39. Στο εν λόγω βιβλίο δημοσιεύονται όλα τα έγγραφα που αφορούν το ιστορικό του ρυμοτομικού σχεδίου που συνέταξε ο Ποτέσσαρος και βρίσκονται στην κυριότητα του Θ. Μυλωνά, με αυτονόητη τη σπουδαιότητά τους τόσο για την ιστορία της πόλης, όσο και το έργο του Ποτέσσαρου.
[43] Με το υπ’ αριθ. 7900 έγγραφο το υπουργείο Εσωτερικών απάντησε ότι η ανάθεση της σύνταξης του ρυμοτομικού σχεδίου σε άλλον μηχανικό, δηλ. τον Ποτέσσαρο, οφείλεται στην «ολιγωρία» που επέδειξε ο Χρυσοχός στην έναρξη της σχεδιαγράφησης, Μυλωνάς, σ. 30-35.
[44] Θ. Μυλωνάς, στο ίδιο, σ. 76-81.
[45] Στο ίδιο, σ. 48-51, όπου διαβάζουμε: «Παρετήρησα ότι ο μηχανικός του δήμου ο ενασχολούμενος με την σχεδιαγράφησιν της πόλεως συμφώνως προς την διαταγήν του Υπουργείου, δεν εκτελεί ταύτην διά της τραπέζης (Planchette) ούτε δια των γνωστών μεθόδων του υπολογισμού καίτοι η εργασία αυτού μοι εφάνη μετ’ επιμελείας εκτελουμένη». Ο Μυλωνάς αποδίδει την κρίση του Τριανταφύλλου στο ότι ήταν παλαιότερος του Ποτέσσαρου και δεν γνώριζε τις νέες μεθόδους που, εξυπακούεται, εφάρμοζε ο δεύτερος. Ήταν, όμως, όντως νεότερος ο Ποτέσσαρος, όταν γνωρίζουμε ότι το 1884 ήταν ήδη 53 ετών; Μήπως ο ανορθόδοξος τρόπος εργασίας ήταν επιλογή του Ποτέσσαρου και όχι άγνοια, δεδομένου ότι η χρήση μικρού τραπεζιού (Planchete) για τον σχεδιασμό είναι επουσιώδης πρακτική;
[46] Στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Οι Εργάται», 13-1-1885, με τίτλο «Το σχέδιον της πόλεως» διαβάζουμε: «Το σχέδιον της πόλεως Τρικάλων, το συνταχθέν παρά του δημοτικού μηχανικού κ. Μενάνδρου Ποτεσσάρου, κατακρίνεται σφοδρώς παρά πάντων ως ακατάλληλον και επιζήμιον τω τε δήμω και τοις ιδιώταις. Αι δύο προπάντων κύριοι οδοί αι μέλλουσαι να διασχίσωσι την πόλιν οριζοντίως και καθέτως, καταστρέφουσιν ολοκλήρους συνοικίας, κόπτουσαι τας καλλιτέρας οικοδομάς, δι’  ας ο δήμος θα υποχρεωθή να πληρώση μεγίστας αποζημιώσεις…». Κατηγορεί η εφημερίδα προσέτι τον Ποτέσσαρο ότι επηρεάστηκε υπέρ ορισμένων προσώπων.
[47] Για παράδειγμα, ο Βασ. Βαμβέτσος, εκδότης της εφημ. «Πρόοδος»,  στο φύλλο της 16-7-1886, θα καλέσει τον τότε νομάρχη «να προχωρήση θαρραλέως εις εφαρμογήν του σχεδίου της πόλεως», τους δε πολίτες «ίνα μηδείς τούτων κάμνει αντίδρασιν, διότι πάσα αντίδρασις καταστρέφει ζωτικά συμφέροντα της πόλεως», στο Μ. Κλιάφα: «Από τον Σεϊφουλλάχ ως τον Τσιτσάνη», Κέδρος 1996, Α΄, σ. 54.
[48] Θ. Μυλωνάς, ο.π., σ. 64-66.
[49] Στο ίδιο, σ. 116-117.
[50] Κ. Κατσαρός, ο.π., όπου δημοσιεύονται έγγραφα, χάρτες, αποφάσεις, σχεδιαγράμματα, φωτογραφίες κ.τ.λ.
[51] Μ. Κλιάφα: «Τα του Δήμου εν δήμω. Το χρονικό του Δήμου Τρικκαίων (1883-1959)», Τρίκαλα-Αθήνα 2007, σ. 19-20.
[52] Εφημ. «Φάρος του Ολύμπου», 4-5-1884, και Μ. Κλιάφα: «Από τον Σεϊφουλλάχ…», Α΄, σ. 55.
[53] Εφημ. «Ακρόπολις», 31-3-1891, στο: Μ. Κλιάφα: «Από τον Σεϊφουλλάχ…», Α΄, σ. 110. Από την χρήση ενεστώτα («έχει») στην τελευταία πρόταση της ανταπόκρισης συνάγεται ότι ο Ποτέσσαρος και το 1891 βρισκόταν στα Τρίκαλα, δηλαδή υπηρέτησε ως δημομηχανικός τουλάχιστον μια επταετία (1884-1891).
[54] Ανταπόκριση στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εφημερίς», 29-5-1888, βλ. και Κ. Μπαρούτα: «Η αισθητική των Τρικάλων», ο.π., σ. 34.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου